Ο ‘Αίας’ – Γιάννης Ρίτσος του Σίμου Ανδρονίδη

«Αχ, έτσι πάντα, όλη τη δύναμη μου ξόδεψα πολεμώντας φαντάσματα,
κερδίζοντας νίκες ολότελα φανταστικές, κυριεύοντας χρυσές πολιτείες ανύπαρκτες,
ανύπαρκτες, ανύπαρκτες»
(Γιάννης Ρίτσος, “Αίας”).



«Γυναίκα τις κοιτάς; Κλείσε τις πόρτες,[1] κλείσε τα παράθυρα, μαντάλωσε τη μάντρα» (Γιάννης Ρίτσος, ‘Αίας’).

Η ποιητική συλλογή του Γιάννη Ρίτσου που φέρει τον τίτλο ‘Αίας’,[2] περιλαμβάνεται στα ποιήματα της ‘Τέταρτης Διάστασης’, αποτελώντας, ουσιαστικά, έναν μονόλογο επάλληλων διαστάσεων που εκκινεί από μία ίδια αντιστροφή που φέρει τον μυθικό ‘Αίαντα’ ενώπιον της μη-απόδοσης δικαιοσύνης.

«Ένας μεγαλόσωμος, πολυδύναμος, άντρας κείτεται χάμου στο πάτωμα, ανάμεσα σε σπασμένα πιατικά, κατσαρόλες, σφαγμένα ζώα, γάτες, σκυλιά, κόττες, αρνιά, κατσίκια, ένα άσπρο κριάρι δεμένο όρθιο στον πάσσαλο, ένα γαϊδούρι, δυο άλογα. Φοράει μιαν άσπρη νυχτικιά σκισμένη, καταματωμένη- κάτι σαν αρχαίος χιτώνας- που αφήνει ακάλυπτο σχεδόν το ρωμαλέο του σώμα».[3]

O «μεγαλόσωμος» και «πολυδύναμος»[4] άντρας που «κείτεται χάμου στο πάτωμα»[5] δεν καθίσταται παρά ο ‘Αίας’ που αδημονεί να χρησιμοποιήσει την γλώσσα υπό το πρίσμα της αποκάλυψης ή της αποκαλυπτικής του κατάστασης που από την συμμετοχή του σε πολεμικές μάχες, στον ίδιο τον ‘Τρωικό Πόλεμο’  επι-ζητεί την παύση μεταξύ των μαχών, την σιωπηλή έγκληση που ακολουθεί το σώμα των νεκρών πολεμιστών διαμέσου ακόμη και της, κατά την Αθηνά Αθανασίου, «ανάκλησης στη μνήμη οδυνηρών, κυρίως, στιγμών και μη αναπαραστάσιμων συμβάντων της προσωπικής ιστορίας. Η ενθύμηση λαμβάνει χώρα στη γλώσσα. Αποκαθιστά την ιστορική σχέση με τη γλώσσα».[6]

Η ίδια εξομολόγηση του ‘Αίαντα’, εξομολόγηση που κινείται μεταξύ ανομολόγητης ‘τραγικότητας’ και μίας έκλαμψης που  δύναται να ‘υποκλέψει’ στιγμές καθημερινές, κύρια στη Σαλαμίνα, αλλά και αλλού, στιγμές που, όντας σε τροχιά σύγκλισης με τις δικές του, οδηγούν ‘παντού’ και ‘πουθενά’.

Στην Ριτσική ποιητική συλλογή ‘Αίας’[7] η «ενθύμηση λαμβάνει χώρα στη γλώσσα», προσδιορίζεται ως δυνατότητα αποκατάστασης δεσμών με τον ιστορικό χρόνο, σημαίνει το ίδιο ‘προσκλητήριο’ ιδεών οι οποίες και ‘ενσαρκώνονται’ στο θηλυκό υποκείμενο που στέκει ενώπιον του ‘Αίαντα’, υποκείμενο που φέρει «ξενικά χαρακτηριστικά»[8] όπως γράφει ο Γιάννης Ρίτσος, που δύναται να καταστεί το ανεστραμμένο σημαίνον της αίσθησης  του ‘παρείσακτου’ στον οποίο η γλώσσα ‘ανοίγει την θύρα’, πρόσωπο εντός του οποίου ο ‘Αίας’ αναγνωρίζει ζώντες και νεκρούς, την ‘γενεακότητα’ που εκ-λείπει έχοντας ‘προσβληθεί’ από διάστικτους ‘μύθους’, εκεί όπου η γη όπου έχουν ταφεί οι πολλοί νεκροί, ακόμη και ο ένας νεκρός, συνιστά ‘πατρίδα’ όπου ευρίσκει χώρο το «ανύπαρκτο».[9]

 «Λίγο πιο πάνω απ’ το ακρογιάλι, λόφοι ολόκληροι, σαπίζουν τα ρούχα των νεκρών πολεμιστών· σκεβρώνουν τα παπούτσια, σκουριάζουν οι πόρπες απ’ τις μεγάλες υγρασίες και τις βροχές· λίγο-λίγο έχει γίνει ένα στρώμα παχύ, μαλακό· με την άνοιξη ξεπροβαίνουν κει πέρα χιλιάδες πολύχρωμα αγριολούλουδα-μπορεί να παίρνουνε τα χρώματα τους από κείνα τα ρούχα των νεκρών. Αν περπατήσεις πάνω τους θα νιώσεις κάποια βαθιά, γαλήνια μαλακότητα- όχι αυτή της φθοράς και της αραίωσης, όχι, μιαν άλλη μαλακότητα, του τελειωμένου και του ανύπαρκτου»,[10]επισημαίνει ο ποιητής.

Σε αυτό το πλαίσιο, η Ριτσική γραφή,[11] ενσκήπτει στο μέσον μία εκούσιας παραδοχής ό,τι η αντιφάσεις, οι αντινομίες των ζώντων υποκειμένων ‘τρέφονται’ από την απουσία των νεκρών, προσιδιάζει προς την κατεύθυνση αναφοράς της απορίας για την ευρύτητα της ‘θυσίας’, εγγράφει ενδυματολογικά μοτίβα τα οποία, σχεδόν τελετουργικά, (τα «ρούχα»[12] που δια-κρατούν την ιδέα), πολύχρωμα, αποτελούν έναυσμα για την αναμόρφωση του τόπου, νοηματοδοτώντας ‘φορτισμένα’ την ‘αυταξία’ του συντελεσμένου εντός ιστορίας-ιστορικότητας, την εμμένεια του ”ανύπαρκτου” που λειτουργεί ωσάν πρωταρχική εκ-φορά: με ποιον τρόπο επι-τελείται η ‘θεραπευτική’ διάσταση’ της αναγνώρισης των νεκρών; Πως εναλλάσσονται η ”μαλακότητα” του νεκρού σώματος με την ‘οικειότητα’ του αίματος; Πως δύναται να ‘καρπίσει’ την ιστορία η δεσπόζουσα πτυχή του ‘συντελεσμένου’;

‘Συν-διαλεγόμενος’ με το Πλατωνικό υπόδειγμα του ‘μόνο οι νεκροί βλέπουν το τέλος ενός πολέμου’, ο Μονεμβασιώτης ποιητής συγκροτεί ή αλλιώς, ανα-συγκροτεί ένα υποκείμενο που δεν αισθάνεται τον φόβο του ‘άλλου’ παρά πασχίζει να αναγνωρίσει τον εαυτό του στον ‘άλλο’ που στέκει με την μορφή ‘ξένης γυναίκας’[13] που κάθε άλλο παρά ενέχει την σοφία, επανεισάγει εντός της ποιητικής του φόρμας μοτίβα μίας ενδιάθετης ‘απο-ηρωοποίησης’ που σε αυτό το σημείο σχετίζεται με την παρουσία του ‘Αίαντα’ που δεν φονεύει ηρωικά όντας ο πρώτος και ο πλέον ρωμαλέος πολεμιστής των Αχαιών, αλλά ενέχει τα βάρη και τις απαιτήσεις των άλλων, θέτοντας το ‘πράττειν’ του ενώπιον της ιστορίας, και προεκτείνοντας την ‘ματαιότητα’ της θυσίας που ομοιάζει με ‘θρυμματισμένη’ αίσθηση ενός γίγνεσθαι που παρήλθε:

«Αχ, έτσι πάντα, όλη τη δύναμη μου ξόδεψα πολεμώντας φαντάσματα, κερδίζοντας νίκες ολότελα φανταστικές, κυριεύοντας χρυσές πολιτείες ανύπαρκτες, ανύπαρκτες, ανύπαρκτες».[14]

Η μαρτυρία αναπαράγεται και παράλληλα μεγεθύνεται διαμέσου της τριπλής επανάληψης του προθήματος ”ανύπαρκτες”, προφέρει το «Αχ» που δύναται να λειτουργήσει ως πικρή αίσθηση του τέλους που ‘πλησιάζει εγγύτερα’, προσλαμβάνοντας την επι-γενόμενη φαντασιακότητα’ που δεν αξιο-θεμελιώνεται την δυνατότητα της ‘κάθαρσης’ αλλά την ‘φρικτή αλήθεια’: ”όλη τη δύναμη μου ξόδεψα πολεμώντας φαντάσματα.” Αυτή η ”φρικτή αλήθεια” δοσμένα λιτά, «είναι το αβυσσαλέο κενό ανάμεσα στις δύο στήλες του διαμελισμένου κειμενικού σώματος. Ό,τι απέμεινε»,[15] για να παραπέμψουμε στην αναλυτική του Σάββα Μιχαήλ για το έργο του Jean Genet.

Ένα κενό μεταξύ του ‘Αίαντα’ και της ‘ξένης γυναίκας’ που μετασχηματίζεται σε προσωπείο μίας μητέρας, την οποία ο ‘Αίαντας’ επιθυμεί να ανα-σημάνει. Απόλυτα θνητός και γήινος μέσα στις αντιφάσεις του, ο ‘Αίαντας’ αφήνει να δια-φανούν τα ‘τραύματα’ που σημασιοδοτούν την γλώσσα, δίχως να επιδιώξει να τα κρύψει, όπως και ο ίδιος ο ποιητής, στο έργο του οποίου το ‘τραύμα’ εννοιολογείται ως ‘κάτοπτρο’ που αντανακλά κρυμμένες επιθυμίες και ανομολόγητες εγκλήσεις ή αναφορές[16] σε μία συλλογικότητα που ομνύει στο πάθος: τι δύναται να είναι η απεύθυνση εάν όχι ‘έρωτας;

Μέσω μίας Φροϋδικής «σχάσης του Εγώ»[17] (Ichspaltung), o ‘Αίαντας’[18] δια-κρατεί  την μοναδική όσο και μοναχική ‘διαφορικότητα’ μίας πράξης και μίας συνθήκης που δύναται να καταστεί ‘δική του’, οδηγώντας τον σε μία άλλου τύπου εκπλήρωση και παρουσία του ‘συντελεσμένου’. Δίχως ‘τρόπαια’, λαμβάνει χώρα η θυσία ενώπιον της ‘θραυσματικής γυναίκας’ που μένει στη σκηνή: αυτοχειριασμός.[19]

Παραφράζοντας ελαφρά την Αλίσα Γκανίεβα, δύναται να επισημάνουμε πως στο ποίημα ‘Αίαντας’ η «γλώσσα της ποίησης σε κάθε της βήμα καταλύει κανόνες, μεταθέτει τα όρια του επιτρεπτού, υπερκεράζει τους γραμματικούς κανόνες της καθιερωμένης γλώσσας».[20] Η αξίωση της ομορφιάς, το σημαίνον που διαπερνά την ποιητικότητα του Γιάννη Ρίτσου αρθρώνεται εκ νέου ωσάν φύση και διαπεραστικός λυγμός: «Τι όμορφη μέρα, -ω φέγγος του ήλιου, ποτάμι χρυσό- Γεια σου, γυναίκα».[21]

Στο ποίημα δεν ενυπάρχουν προσίδιες διαλογικές σκηνές, αλλά η δια-κειμενικότητα ενός ‘αδέξιου’ παρόντος. Ο ‘Αίας’, ίδιο ‘προϊόν’ της εποχής του, μορφή που αποκλίνει από τις, εντός ιστορίας, αποδιδόμενες τιμές, πρόσωπο μίας ρητής και άρρητης ‘αντι-εξουσίας’: «Στο πρόσωπο του μια έκφραση ανημπόριας και θλίψης, ολότελα αταίριαστη και μάλιστα ανάρμοστη, με τις σωματικές του διαστάσεις, τους προτεταμένους μυώνες στους βραχίονες, στους μηρούς, στις κνήμες».[22] Ο «κανόνας που θα καθορίσει την πράξη» σύμφωνα με τον Κοσμά Ψυχοπαίδη (Καντιανό υπόδειγμα) για τον ‘Αίαντα’ ενέχει ως προσδιοριστικό του λόγο την (καθαρή) βούληση».[23]

Ο ποιητικός λόγος αναδεικνύει την ”έλλειψη κάθε αδημονίας,” την αίσθηση του χρόνου που κυλά και βιώνεται δίχως ηρωικές εξάρσεις σε προϋπόθεση μίας βαθιάς αίσθησης της ανθρωπινότητας όταν αυτή ‘αποδεσμεύεται’ από την μεγάλη ‘σκηνή’ της ιστορίας, από την ‘θριαμβεύουσα ιδέα’:

«Ανεξέλεγκτοι, αόρατοι, μ’ εκείνη την ευφρόσυνη αυστηρότητα χυτή στη στάση τους, αρμονισμένη με την ωραία κίνηση τους, με την έλλειψη κάθε αδημονίας, με τον αργό, διαρκή χρόνο τους. Απρόσβλητοι. Τους ζήλεψα». [24]

Στη  συλλογή της ‘Τέταρτης Διάστασης’, ο ποιητής ‘παίζει’ με τις μνήμες.


Παραπομπές:

[1] Η ώρα της διαφορετικής εξομολόγησης και της ακόμη και επώδυνης και ενστικτώδους εντύπωσης του ασυνείδητου, έχει φθάσει. Ο ‘Αίας’ ενώπιον της ‘πρώτης ύλης’ του δικού του ‘πολέμου’ που καθίσταται η υπόσκαψη της πονηρίας.

[2] Βλέπε σχετικά, Ρίτσος Γιάννης, ‘Αίας’, Ποιητική Συλλογή ‘Τέταρτη Διάσταση’, Εκδόσεις Κέδρος, Αθήνα, 2005. Το υποκείμενο ‘Αίας’ όπως συντίθεται από την ποιητή,  δεν διαθέτει την βασιλική ‘λάμψη’ του Αγαμέμνονα, ούτε και τις μοναδικές, σχεδόν θεϊκές, πολεμικές αρετές του Αχιλλέα. Αντιθέτως, σπεύδει στην ποιητική, ήγουν στην κοινωνιο-ανθρώπινη σκηνή όχι ως ο  ‘πλέον δυνατός’ πολεμιστής των Αχαιών, των Ελλήνων, αλλά ως το πρόσωπο που σπεύδει να εξομολογηθεί το ‘παράταιρο’ στοιχείο που εμφιλοχωρεί στο πνεύμα της νίκης και του θριάμβου, προβάλλοντας το ‘ρήγμα’ της ιστορίας εντός και διαμέσου του οποίου ‘ομιλεί’: «Ας μη με θυμηθούνε. Τι πειράζει τάχα; Εμένανε μου φτάνει αυτό που βρήκα, χάνοντας τα πάντα». Και ο ‘Αίας’ βρίσκει την γλώσσα ως πεδίο που καθίσταται πιο δυνατό και ‘ηχηρό’ από τα όπλα της μάχης στην οποία συμμετείχε, την γλώσσα που συναρθρώνει την μεταιχμιακότητα με τον εξελισσόμενο ρυθμό της. Ο μονόλογος εξελίσσεται άλλοτε μακρόσυρτα, με αρκετές άνω τελείες, και άλλοτε περισσότερο ‘ορμητικά’, ωσάν στιγμή όπου ο ‘Αίας’ εισχωρεί πραγματικά στο προσκήνιο, γυμνός και τραυματικός.

[3] Βλέπε σχετικά, Ρίτσος Γιάννης, ‘Αίας…ό.π., σελ. 232. Ο ‘Αίας’ τοποθετείται, στη συλλογή της ‘Τέταρτης Διάστασης’ μεταξύ των ποιημάτων ‘Ισμήνη’ και ‘Φιλοκτήτης’, διεκδικώντας τον δικό του ‘ζωτικό χώρο’, την έκφραση ενός ‘ανείπωτου’ που ήδη ‘άργησε πολύ’ και φέρει την επωνυμία ‘Αίας’. Εάν η Ισμήνη διαλέγεται με την ‘σκιά’ της αδελφής της και την ‘αίγλη’ του θανάτου που αυτή έφερε στο μακρύ ιστορικό χρόνο (ιστορία του 20ου αιώνα την οποία και βιώνει ο ποιητής), εάν ο ‘Φιλοκτήτης’ εξομολογείται την δυναμική του ‘συγκλονιστικά απλού’ στην ολότητα του, την απορία («γιατί ήρθαμε, γιατί πολεμήσαμε, γιατί και που επιστρέφουμε»; ), ως θεμελιώδη αρχή κατανόησης (εν αρχή ην η απορία), τότε ο ‘Αίας’ σκιαγραφεί’ στο λόγο του όρους μίας ‘άτεγκτης μοίρας’, ή αλλιώς την νομοτέλεια της μάχης «που δεν είναι δική μας». «Καμμιά νίκη ούτε ήττα δεν είναι δική μας». Στο ίδιο, σελ. 240. Βλέπε και Ρίτσος Γιάννης, ‘Φιλοκτήτης’, Ποιητική Συλλογή ‘Τέταρτη Διάσταση’, Εκδόσεις Κέδρος, Αθήνα, 2005, σελ. 264.

[4] Σε αυτό το σημείο η αντίστιξη μεταξύ του ηρωικού, ρωμαλέου, Ομηρικού-μυθολογικού ‘Αίαντα’ και του ‘Αίαντα’ που συγκροτεί  ο Γιάννης Ρίτσος, καθίσταται έκδηλη. Από την ‘πληγή’ που δεν υποκρύπτεται, ανασύρεται η γλώσσα. Βλέπε σχετικά, Ρίτσος Γιάννης, ‘Αίας…ό.π., σελ. 232.

[5] Ο ‘Αίας’ «κείτεται χάμου στο πάτωμα», εκεί όπου, συμβολικά και μη, παραμένει ‘προδομένος’ από τις προσδοκίες του.

[6] Βλέπε σχετικά, Αθανασίου Αθηνά, ‘Αναμνήσεις ενός μιασματικού νηπίου: Το αίνιγμα της τερατότητας ή πέρα από τον Οιδίποδα;’, στο: Αθανασίου Αθηνά, (επιμ.), ‘Ζωή στο όριο. Δοκίμια για το σώμα, το φύλο και τη βιοπολιτική’, Εκδόσεις Εκκρεμές, Αθήνα, 2007, σελ. 140. Προβαίνοντας σε μία υπόθεση εργασίας, θα αναφέραμε ό,τι, δύναται η ξενική παρουσία που στέκεται απέναντι από τον ‘Αίαντα’ να είναι ένα ‘τέρας’ (ίδια ‘τερατότητα’), μία ‘Σφίγγα’ ενσκήπτουσα στο παρόν που διευρύνει τα όρια ώστε να «αναβλύσει το καθάριο αίνιγμα του», κατά την ποιητική διαπίστωση του Holderlin, το ‘Ein Ratsel ist Reinentspugenes’. Aναφέρεται στο: Μιχαήλ Σάββας, ‘Ανδρέας Εμπειρίκος: Ένα αίνιγμα που αναβλύζει καθάριο’, στο: Μιχαήλ Σάββας, (επιμ.), ‘Homo Poeticus’, Εκδόσεις Άγρα, Αθήνα, 2006, σελ. 199.

[7] Μία ενδιαφέρουσα αναλυτική προσέγγιση του ‘Αίαντα’ προσφέρει η Μαρία Παύλου, υπό το πρίσμα της ομοιότητας και των συγκλίσεων που ανακύπτουν μεταξύ του συγκεκριμένου ποιήματος και του φιλοσοφικού ρεύματος του Υπαρξισμού, όπως εκφράζεται και αναπτύσσεται στο έργο του Ζαν-Πολ Σατρ, ‘Μύγες’. Όπως επισημαίνει η ίδια: «Μια προσεκτική επισκό-πηση των θεμάτων, της ψυχογραφίας, της ιδιοσυστασίας και της απε-λευθέρωσης των ηρώων από αλλεπάλληλες, αποστεωμένες αναγκαιότητες και έξωθεν επιταγές, όπως επίσης και κάποιες θεμελιώδεις καταστα-σιακές αρχές του γαλλικού Υπαρξισμού που διατρέχουν τα ποιήματα αυτά,  αποτελούν ενδείξεις ότι ο Ρίτσος γνώριζε το γενικότερο θεωρητικό  πλαίσιο του φιλοσοφικού αυτού κινήματος. Τα πιο πρόδηλα στοιχεία πάντως εντοπίζονται στα τέσσερα ποιήματα που καταπιάνονται με ανδρικές μορφές (“Αίας”, “Αγαμέμνων”, “Φιλοκτήτης”, “Ορέστης”), ενώ καθένας από τους μονολόγους αυτούς φαίνεται να εστιάζει σε διαφορετικές  πτυχές και αρχές του Υπαρξισμού: ο “Αγαμέμνων” στην έννοια της “ναυτίας” και στο παράλογο της ανθρώπινης ύπαρξης, ο “Φιλοκτήτης” στην κοινωνική/ανθρωπιστική διάσταση του Υπαρξισμού, ο “Ορέστης” στην κατά μόνας ελευθερία και ο “Αίας” στη σχέση του Εγώ με τον Άλλο. Βλέπε σχετικά, Παύλου Μαρία, ‘Στοιχεία Υπαρξισμού στην ποίηση του Γιάννη Ρίτσου’, χ.χ., σελ.3, “Στοιχεία Υπαρξισμού στον ‘Αίαντα’ του Γιάννη Ρίτσου”.

[8] Βλέπε σχετικά, Ρίτσος Γιάννης, ‘Αίας…ό.π., σελ. 232.

[9] Βλέπε σχετικά, Ρίτσος Γιάννης, ‘Αίας…ό.π., σελ.  237. Το Ριτσικό «ανύπαρκτο» συνιστά μεταφορά σε μία κατάσταση οιονεί επιτέλεσης που αναγνωρίζει την «μαλακότητα» των νεκρών που ‘θρέφουν’, την απουσία που νοηματοδοτεί και νοηματοδοτείται από το ατελέσφορο. Είναι σε αυτό το πλαίσιο, που το «ανύπαρκτο» και το ‘ατελέσφορο’ διαπλέκονται διαλεκτικά.

[10]  Βλέπε σχετικά, Ρίτσος Γιάννης, ‘Αίας…ό.π., σελ. 232.

[11] Σημαίνουσα διάσταση στον ‘Αίαντα’ προσλαμβάνει η έννοια και η αντίληψη της «ήρεμης ταπεινοσύνης», που ακόμη και εάν δεν αρθρώνεται σε ολοκληρωμένο φιλοσοφικό σύστημα ερμηνείας του γίγνεσθαι, ισοδυναμεί με ένα διαρκές εγχείρημα αναζήτησης της γνώσης και του ίμερου της καταγραφής στο έλασσον και στις ελάσσονες στιγμές. «Χτες, όλη νύχτα, τ’ άκουγες κ’ εσύ τα θλιβερά μουγκανητά τους. Κοίταξε τούτο τ’ άσπρο κριάρι, -τι ήσυχα, τι λυπημένα τα μάτια του, θε μου, – ένας μικρός Άη-Γιάννης- αυτά με διδάξαν την ήμερη ταπεινοσύνη». Αντλώντας από την παράδοσης της χριστιανικής εικονογραφίας (ο «μικρός Άη-Γιάννης»),  σημαίνοντας τον συμβολισμό ενός «άσπρου κριαριού» που αποκαλύπτει ό,τι μας περιβάλλει, ήσυχα τον μύχιο πόθο, το Ριτσικό ποιητικό ‘πράττειν’ σχηματοποιεί την έννοια της «ήρεμης ταπεινοσύνης», δίδοντας της περιεχόμενο βαθιάς ή αλλιώς, βαθυ-δομικής συν-αντίληψης: ‘είμαστε και είμαι’ δίχως περιττούς ηρωισμούς. Εάν κάπου ‘ενσαρκώνεται’ η συγκεκριμένη έννοια, είναι στην αποφυγή του ‘περιττού’, στη γλώσσα που θάλλει ‘επιλεκτικά’.

[12] Τα «ρούχα των νεκρών πολεμιστών» καθίστανται παραδοχή της μάχης και της ‘μάταιης νίκης’, της ‘νίκης’ που σπεύδει να καλύψει αυτοκρατορικά ‘εγώ’ και εκτατικές ‘μεγαλομανίες’.

[13] «Πρόκειται για τον οικονομικότερο και εντελέστερο μονόλογο, που περιέχεται στα ομόλογα κείμενα της Τέταρτης Διάστασης, ο οποίος, με τις συγκλίσεις και τις αποκλίσεις του, ανταποκρίνεται ιδιοφυώς στο ομώνυμο δράμα του Σοφοκλή», τονίζει εναργώς ο Δημήτρης Μαρωνίτης για τον Ριτσικό ‘Αίαντα’. Βλέπε σχετικά, Μαρωνίτης Δημήτρης, ‘Ο πολύτροπος Ρίτσος’, Εφημερίδα ‘Το Βήμα’, 03/04/2012, Βήμα: Ο πολύτροπος Γιάννης Ρίτσος – Μαρωνίτης Δημήτρης Ν.

[14] Βλέπε σχετικά, Ρίτσος Γιάννης, ‘Αίας…ό.π., σελ. 239. Η εξέλιξη προοικονομεί την αίσθηση του ό,τι οι μείζονες νίκες δεν κατάφεραν τελικά να ‘ξεγελάσουν την αυταπάτη’: η μάχη δόθηκε εναντίον των φασμάτων-φαντασμάτων που ανακυκλώνουν παρουσίες.

[15] Βλέπε σχετικά, Μιχαήλ Σάββας, ‘Ο Jean Genet στον κόσμο του Μεγάλου Ιεροεξεταστή’, στο: Μιχαήλ Σάββας, (επιμ.), ‘Homo Liber. Δοκίμια για την Εποχή, την Ποίηση και την Ελευθερία’, Εκδόσεις Άγρα, Αθήνα, 2016, σελ. 221.

[16] Αναφορές που ‘επικοινωνούν’ με την ιστορία, όπως την αναπαραγάγει, το Κομμουνιστικό Κόμμα Ελλάδος.

[17] Αναφέρεται στο: Καστοριάδης Κορνήλιος, ‘Η Φαντασιακή θέσμιση της κοινωνίας’, Μετάφραση: Σπαντιδάκη Γιούλη, Σπαντιδάκης Κώστας & Χαλικιάς Σωτήρης, Επιμέλεια Μετάφρασης: Σπαντιδάκης Κώστας, Εκδόσεις Κέδρος, Αθήνα, 1983, σελ. 397.

[18] Ο ‘Αίας’ ενέχει  το Καστοριαδικό υπόδειγμα της «συμπύκνωσης του ασύλληπτου» που παράγεται  ενώπιον της ξένης και πέραν αυτής, αναπαριστώντας κλιμακώσεις θανάτου. Γυμνού και μοναχικού, θριαμβικού και αδόκιμου, αφήνοντας να δια-φανεί η περίσκεψη για  ένα παρόν που χωρά ποίους; Βλέπε σχετικά, Καστοριάδης Κορνήλιος, ‘Η Φαντασιακή θέσμιση της κοινωνίας…ό.π., σελ. 396.

[19] Ο θάνατος αναγνωρίζει μία ιδιαίτερη μορφή ‘ισότητας’, λεπτή όσο και αισθητή. «Μονάχα ο θάνατος μας είναι του καθενός μας ο ίσος. Όλα τ’ άλλα πρόχειρη λάμψη, συμβιβασμοί, προσχήματα, εθελοτυφλίες». Βλέπε σχετικά, Ρίτσος Γιάννης, ‘Αίας…ό.π., σελ. 241.

[20] Βλέπε σχετικά, Γκανίεβα Αλίσα, ‘Στη Λογοτεχνία όλες οι λέξεις είναι ισότιμες, όλες οι έννοιες διφορούμενες’, Συνέντευξη στον Δημήτρη Τριανταφυλλίδη. Η συνέντευξη περιλαμβάνεται στο: ‘Στέπα’, Επιθεώρηση Ρωσικού πολιτισμού’, Τεύχος 11, Φθινόπωρο-Χειμώνας 2018, σελ. 130.

[21] Βλέπε σχετικά, Ρίτσος Γιάννης, ‘Αίας…ό.π., σελ. 242.

[22] Βλέπε σχετικά, Ρίτσος Γιάννης, ‘Αίας…ό.π., σελ. 232. Η ‘επ-ανάσταση’ του ‘Αίαντα’ η τελευταία του ‘Επ-ανάσταση’ που συντελείται προς και ενώπιον του της σιγής, είναι η μοναδικά πραγματική του ‘Επ-ανάσταση’.

[23] Βλέπε σχετικά, Ψυχοπαίδης Κοσμάς, ‘Κανόνες και Αντινομίες στην πολιτική’, Εκδόσεις Πόλις, Αθήνα, 199, σελ. 261.

[24] Βλέπε σχετικά, Ρίτσος Γιάννης, ‘Αίας…ό.π., σελ. 238.


Σίμος Ανδρονίδης

Ο Σίμος Ανδρονίδης γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη. Σπούδασε Πολιτικές Επιστήμες. Εκπονεί τη διδακτορική του διατριβή στο τμήμα Πολιτικών Επιστημών του ΑΠΘ. Τα ερευνητικά του ενδιαφέροντα σχετίζονται με τη θεωρία των πολιτικών κομμάτων, τη θεωρία του κράτους, τα εργατικά συνδικάτα, τη μελέτη του φασισμού-ναζισμού. Είναι μέλος της Ελληνικής Εταιρείας Πολιτικής Επιστήμης και του Δικτύου Ανάλυσης Πολιτικού λόγου.