«Βασίλης Αλεξάκης…»

(25 Δεκεμβρίου 1943 – 11 Ιανουαρίου 2021)

Η ζωή και το έργο του Βασιλη Αλεξάκη.
Συνέντευξη στον Διονύση Μαρίνο.

Μια μονοήμερη εκδρομή, η προσωπική μαρτυρία του Σπύρου Ζαχαράτου.
Συνέντευξη και βίντεο που αποκαλύπτουν το χαρακτήρα του.
* * * * * * * * * * * * * * * * * * * * *

Ο Βασίλης Αλεξάκης διεθνώς καταξιωμένος και πολυβραβευμένος συγγραφέας που έφυγε στα 77 του χρόνια, άφησε έντονο το αποτύπωμά του στην ελληνική και την γαλλική λογοτεχνία, αφού έγραψε και στις δύο γλώσσες. Τα βιβλία του είχαν μεταφραστεί σε πολλές γλώσσες και είχαν κερδίσει πολλά βραβεία.


https://www.franceculture.fr/


Ο Βασίλης Αλεξάκης έζησε ανάμεσα σε δύο γλώσσες,
αγάπησε με πάθος τη γλώσσα και ύμνησε τις λέξεις, που ήταν η ζωή του, όπως έλεγε.

Μικρή αναφορά στο έργο του

https://www.catisart.gr

Σε ηλικία 77 ετών έφυγε  από τη ζωή τη Δευτέρα 11 Ιανουαρίου 2021, ο Βασίλης Αλεξάκης, αγαπητός συγγραφέας στην Ελλάδα και στη Γαλλία, όπου είχε εγκατασταθεί από το 1970.

Ο Βασίλης Αλεξάκης (1943-2021) γεννήθηκε στην Αθήνα το Δεκέμβρη του 1943. Σπούδασε στην ανωτάτη Δημοσιογραφική Σχολή της Λιλ.

Εγκατεστημένος στη Γαλλία από το 1969, υπήρξε επί σειρά ετών συνεργάτης της εφημερίδας Le Monde και έγραψε τα πρώτα του βιβλία στα γαλλικά. Εκεί δούλεψε ως δημοσιογράφος, κριτικός βιβλίου και χρονογράφος. Έτσι εξοικειώθηκε με τη γαλλική γλώσσα στην οποία έγραψε τα πρώτα του μυθιστορήματα.

Ο Βασίλης Αλεξάκης ασχολήθηκε επίσης με το χιουμοριστικό σκίτσο και με τον κινηματογράφο.

Έχει δημοσιεύσει τις συλλογές “Mon amour”, στην Ιταλία (“Citta armoniosa”, 1978), “Γδύσου” (Αθήνα, Εξάντας, 1982) καθώς και έξι ιστορίες με εικόνες, υπό τον γενικό τίτλο “Η σκιά του Λεωνίδα” (Αθήνα, Εξάντας, 1984) που έχουν κυκλοφορήσει και στα γερμανικά (“Leonidas’ Schatten”, Romiosini, μετάφραση του Klaus Eckhardt, 1986).

Έχει σκηνοθετήσει την ταινία μικρού μήκους “Είμαι κουρασμένος”, βραβείο φεστιβάλ Τουρ και Γαλλικού Κέντρου Κινηματογράφου (1982), τις τηλεταινίες “Ο Νέστως Χαρμίδης περνά στην επίθεση” (1984) και “Το τραπέζι” (1989) και τη μεγάλου μήκους ταινία του “Αθηναίοι”, η οποία απέσπασε το Α΄ βραβείο διεθνούς φεστιβάλ ταινιών χιούμορ του Charmousse (1991). Επίσης έχει ασχοληθεί με το θέατρο (“Εγώ δεν…”, “Μη με λες Φωφώ”).

Ως πεζογράφος έχει τιμηθεί στη Γαλλία με τα βραβεία Αλμπέρ Καμύ, Αλεξάντρ Βαιλάτ, Σαρλ Εσμπραγιά, Medicis (το 1995, για το βιβλίο του “Η μητρική γλώσσα”), καθώς και με το Βραβείο Μυθιστορήματος της Γαλλικής Ακαδημίας (το 2007, για το βιβλίο του “μ.Χ.”).

 Έργα του έχουν εκδοθεί, εκτός από τη Γαλλία, όπου κυκλοφορούν ταυχόχρονα σχεδόν με την Ελλάδα, στη Γερμανία, την Ισπανία, την Αρμενία, την Ιταλία, τη Ρωσία, την Τουρκία, την Αργεντική, τις ΗΠΑ και το Ισραήλ.


«Επιπλέω σε ένα πέλαγος από λέξεις.
Βασίλης Αλεξάκης»

Πώς ο Βασίλης Αλεξάκης έζησε ανάμεσα σε δύο γλώσσες

Ο Βασίλης Αλεξάκης έφυγε από τη ζωή την περασμένη Δευτέρα 11 Ιανουαρίου 2021, σε ηλικία 77 ετών, αφήνοντας πίσω του ένα πολύ πλούσιο συγγραφικό έργο ενώ αξέχαστα θα μείνουν τα τόσο διακριτικά και ταυτοχρόνως εύγλωττα σκίτσα του.  

Γραμμένα στα γαλλικά και ξαναγραμμένα ή μεταφρασμένα στα ελληνικά, τα βιβλία του Αλεξάκη, που έζησε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του στο Παρίσι, κινούνται μεταξύ Ελλάδας, Ευρώπης και Αφρικής, διακρίνονται για το ευγενικό, αν και κάποτε καυστικό τους χιούμορ και στρέφονται γύρω από τρεις θεματικούς άξονες: τα πάθη του έρωτα, τη λατρεία της γλώσσας και τη διάσπαρτη κοινωνική καθημερινότητα.   Στους άξονες αυτούς παρεισδύει πάντοτε ένα έντονα αυτοβιογραφικό στοιχείο, που μετατρέπει τον συγγραφέα και τις διάφορες φάσεις της ζωής του σε πρωταγωνιστικούς παράγοντες της δράσης: από την παιδική ηλικία στην Ελλάδα και τη δισυπόστατη ελληνογαλλική ταυτότητα μέχρι τα τερτίπια του συγγραφικού επαγγέλματος και τη σχέση με τη μητέρα.  

Ο έρωτας στην πεζογραφία του Αλεξάκη μπορεί να είναι πολλά ταυτοχρόνως πράγματα: αγάπη, ζήλεια, απιστία και ανεκπλήρωτο όνειρο, βαθύς συναισθηματικός δεσμός και σκληρός χωρισμός με οξύ πόνο, αλλά και χαρά υψηλής πτήσης και ανεξέλεγκτο πάθος. Και μπορεί ο έρωτας να είναι επιπροσθέτως αλέγρος και ταξιδιάρης, αλλά και να αναμετριέται κάθε τόσο με το άγχος του θανάτου ή να επιστρέφει (προκειμένου να βρει ένα σταθερό αντίβαρο) στις λυτρωτικές μνήμες των παιδικών χρόνων.  

Χρησιμοποιώντας πρωτοπρόσωπη κατά κανόνα αφήγηση, και υιοθετώντας φανερά κινηματογραφικούς ρυθμούς (δεν είναι τυχαίο ότι το μυθιστόρημά του «Τάλγκο» μεταφέρθηκε στον κινηματογράφο το 1984, με τίτλο «Ξαφνικός έρωτας», από τον Γιώργο Τσεμπερόπουλο), ο Αλεξάκης θα βάλει δίπλα στις περιπέτειες του έρωτα και την άλλη μεγάλη του έγνοια, τη γλώσσα. Σε ένα πρώτο επίπεδο τον απασχολεί η ελληνική γλώσσα στη σχέση της με τα γαλλικά, τη γλώσσα η οποία τον διαμόρφωσε ως συγγραφέα.  

Τον απασχολεί, όμως, και η γλώσσα σε γενικότερο φάσμα: από τη λειτουργία της ως αυτοδύναμου γραμματικού, συντακτικού και φωνολογικού συνόλου μέχρι τις ειδικές μορφές που παίρνει μέσα στα εκφραστικά συστήματα του έρωτα, της τέχνης, της πολιτικής εξουσίας και της καθημερινής συμβίωσης. Η γλώσσα, ωστόσο, απασχολεί τον Αλεξάκη κι αλλιώς: όταν αναζητεί τις υπαρξιακές της ρίζες, όταν προσπαθεί να ικανοποιήσει την ανάγκη της για μυθοπλασία ή όταν επιστρέφει στις πρωτογενείς της βάσεις.  

Σε συνέντευξη που είχε δώσει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ με αφορμή το βιβλίο του «Ο μικρός Έλληνας», ο Αλεξάκης παρατηρούσε για τη σχέση του με τη γλώσσα:

«Αναγκάστηκα σε όλη τη συγγραφική μου πορεία να χρησιμοποιήσω δύο γλώσσες με την επίγνωση ότι κάθε αντικείμενο είχε για μένα δύο ονόματα. Σκεφτείτε, όμως, και κάτι άλλο: το πόσες γλώσσες υπάρχουν και πόσο διαφορετικά ονοματίζουν – για τη λέξη “άλογο”, φέρ’ ειπείν, υπάρχουν 6.000 ονόματα.  
Μιλάμε για την απόλυτη αυθαιρεσία, όχι γι’ αυτό που έλεγε ο Πλάτων – ότι οι λέξεις συσχετίζονται με τα πράγματα. Κακά τα ψέματα: οι γλώσσες μάς μαθαίνουν να είμαστε μετριόφρονες και να αποβάλλουμε το οποιοδήποτε εθνικιστικό αίσθημα. Ήδη στα αρχαία ελληνικά θα ανακαλύψουμε άπειρες λέξεις αδιάγνωστης προέλευσης, λέξεις που προέρχονται από τους Πελασγούς και από πεθαμένες γλώσσες. Οι γλώσσες έχουν διαμορφωθεί, και συνεχίζουν να διαμορφώνονται, από τον αναμεταξύ τους διάλογο και από τον συνεχή αλληλοδανεισμό.
Κάτι το οποίο δύο τουλάχιστον φορές στην ιστορία τους προσπάθησαν επί ματαίω να αρνηθούν οι Γάλλοι: στα χρόνια μας, εξοβελίζοντας ως απειλητικό φάντασμα τα αγγλικά, και στην Αναγέννηση ισχυριζόμενοι ότι τα γαλλικά ήταν σημαντικότερη γλώσσα από τα ιταλικά επειδή εμπεριείχαν περισσότερες …ελληνικές λέξεις. Για να επανέλθω, οι γλώσσες έχουν από τη φύση τους μια ροπή προς το ταξίδι σε άγνωστους τόπους, αλλά και μια περιέργεια για το μακρινό και το ξένο.
Ο ίδιος είχα ανέκαθεν την έμμονη ιδέα να μη χάσω την επαφή με την ελληνική γλώσσα. Όταν έγραψα το ”Τάλγκο” (το πρώτο βιβλίο που έγραψα και στα ελληνικά) μού έγινε απολύτως κατανοητό πως η γαλλική γλώσσα δεν με υποχρέωσε ποτέ να πω κάτι διαφορετικό από αυτό που ήθελα να πω. Χρειάστηκαν, όμως, αγώνες για πετύχω να μείνω φανατικός Έλληνας. Έγραφα συνεχώς στα γαλλικά αφού εργαζόμουν ως δημοσιογράφος, παντρεύτηκα Γαλλίδα και με έθλιβε επί σειρά ετών η εικόνα της σκεπασμένης και αχρησιμοποίητης ελληνικής γραφομηχανής μπροστά στα μάτια μου. Δεν ζήτησα ποτέ τη γαλλική υπηκοότητα και ο αγώνας για τα ελληνικά είχε οπωσδήποτε κάποιο κόστος».  

Η κοινωνική σκόπευση του Αλεξάκη μοιάζει ορισμένες φορές πολύ συμπαγής και εστιασμένη, όπως όταν ανατέμνει, μονίμως σε ιλαρούς τόνους, τις ισχυρές ταξικές αντιθέσεις της σύγχρονης Ευρώπης ή όταν τα βάζει με την προσήλωση της Ελλάδας στον βυζαντινισμό και την ορθοδοξία, ως τυπικός Γάλλος κοσμικός ή ως αντικληρικαλικός υπερασπιστής του Νεοελληνικού Διαφωτισμού, αλλά οι καθημερινές του εικόνες υποδεικνύουν, είτε για την Ελλάδα μιλάμε είτε για τη Γαλλία, μια κοινωνία που κινείται μεταξύ φθοράς και αφθαρσίας, ανάμεσα στο τίποτε και στο μόλις και κάτι.  

Το καθημερινό και το ασήμαντο θέλουν να υποδείξουν εν προκειμένω έναν παράταιρο κοινωνικό βηματισμό, που αποκαλύπτει τον παραλογισμό της ατομικής ύπαρξης ενόσω αγωνίζεται να εξοικειωθεί με το μεγαλοπρεπές κενό της. Όσο για το χιούμορ του, ο Αλεξάκης αστειεύεται χωρίς να παρωδεί και αποκαθηλώνει χωρίς να εμπαίζει.  

Η ειρωνεία του δεν είναι ούτε η ειρωνεία της ηθικής της σάτιρας ούτε η γεμάτη αυτοπεποίθηση ειρωνεία του σαρκασμού και του αυτοσαρκασμού. Μακριά από ευφυολογήματα και ναρκισσιστικές ατάκες, το κωμικό θα αποκτήσει στον Αλεξάκη και μια σαφώς καταθλιπτική όψη, όπου η επίγνωση της ματαιότητας των πραγμάτων θα συναντηθεί με την ήττα που θα υποστεί η λογική από την παραδοξότητα. Παρόλα αυτά, τα πρόσωπα του Αλεξάκη θα μείνουν μακριά από το οποιοδήποτε δράμα και θα πορευτούν ως ήρωες μιας εκ συστάσεως ελαττωματικής πραγματικότητας χωρίς να αποβάλουν ούτε μία στιγμή το ευφρόσυνο πνεύμα τους.

https://www.lifo.gr

«Γράφω για να ξεχνάω, όχι για να θυμάμαι.
Βασίλης Αλεξάκης»

Ο Βασίλης Αλεξάκης, μιλάει στο Διονύση Μαρίνο για τη μνήμη, τη γλώσσα, το συγγραφικό επάγγελμα, την απώλεια αλλά και τα όρια της μυθοπλασίας.

Σημειωμα:
“Του τηλεφωνώ. Εγώ στα γραφεία της εφημερίδας Ελευθερία του Τύπου (δεν υπάρχει πια) στον Πειραιά κι εκείνος στο Παρίσι. Αρχίζουμε να μιλάμε, με διακόπτει, «δεν ξεκινήσαμε καλά», μου λέει. Μένω παγωμένος. «Θα το κόψεις αυτό το κ. Αλεξάκη». Ξεπαγώνω. Αρχίζουμε να μιλάμε και να μιλάμε και να μιλάμε (ο Βασίλης και ο Διονύσης). Τελικά,  αυτό που είχα στα χέρια μου δεν ήταν συνέντευξη, αλλά συζήτηση που κάλυψε τις αποστάσεις. Στο «επίσημο» κείμενο, ωστόσο, κράτησα τον πληθυντικό ως όφειλα.
Αξέχαστος άνθρωπος και συγγραφέας ο Βασίλης Αλεξάκης. Μας λείπει ήδη.”
Διονύσης Μαρίνος

 

Κύριε Αλεξάκη, λέτε σε ένα σημείο του βιβλίου: «Λογοτεχνία είναι να κατασκευάζεις αυτό που έχεις». Υπάρχουμε δια της κατασκευής;

Συμβαίνει κάτι περίεργο όταν γράφουμε. Ξεκινάς από το μηδέν. Σαν να φτιάχνεις ένα παραμύθι – κι ας μην είναι έτσι ακριβώς. Προχωρώντας, όμως, σου αποκαλύπτονται πράγματα που δεν υποψιαζόσουν. Μαθαίνεις τον εαυτό σου γράφοντας. Είναι σαν ομολογίες που σε εκπλήσσουν…

Ο Αργύρης Χιόνης έλεγε: «Ό,τι περιγράφω με περιγράφει».

Είναι αρκετά σωστό, αλλά ας μην το περιορίσουμε στα ρεαλιστικά στοιχεία. Υπάρχει και η ικανότητα να φαντάζομαι πράγματα. Υπάρχει περισσότερη ζωή στα μυθιστορήματα απ΄ ότι στη ζωή την ίδια.

Σα να μη φτάνει η πραγματική πραγματικότητα…

Γι΄αυτό γράφουμε βιβλία. Λέω συχνά πως κάνω μια δουλειά και όχι κάτι σπουδαίο. Στα βιβλία ανακάλυψα μια πιο γοητευτική εκδοχή της, κατά τα άλλα, δυστυχισμένης μας ζωής. Η λογοτεχνία δίνει στη ζωή μια ένταση που από μόνη τη δεν έχει. Επιταχύνει τους ρυθμούς της…

Από την άλλη, η Τέχνη δεν αποτυπώνει πιστά τη ζωή.

Όχι δεν το κάνει. Αν αποφάσιζα να καταγράψω με ακρίβεια τα πράγματα που μου έχουν συμβεί, τότε θα έγραφα ένα πολύ βαρετό βιβλίο. Σαν να ήταν τηλεφωνικός κατάλογος!

Ο συγγραφέας είναι ένας χειρώναξ; Ποιό είναι το επάγγελμά σας, κύριε Αλεξάκη;

Κάνω μια βαρετή δουλειά – το ξέρω. Είμαι σαν τον μαραγκό που φτιάχνει ένα γραφείο ή σαν τον οικοδόμο. Σέβομαι αυτούς που φτιάχνουν κάτι. Ας πούμε, δεν θα μπορούσα να είμαι γκαραζιέρης. Γράφω κάθε δύο χρόνια ένα βιβλίο, γνωρίζοντας πως περισσότερο σβήνω, παρά γεμίζω χαρτιά. Το μυθιστόρημα προχωράει με σκέψη.

Ο ρόλος της μνήμης ποιος είναι για εσάς; Ο Γκίντερ Γκρας την παρομοιάζει με κρεμμύδι που πρέπει κανείς να ξεφλουδίσει.

Ψάχνοντας με νευρολόγους στην Αθήνα και στο Παρίσι, άλλαξα γνώμη για την έννοια της μνήμης. Όλοι φαντάζονται πως η μνήμη είναι ένα κουτάκι ή ένα κρεμμύδι. Κι όμως η μνήμη είναι σκόρπια. Σε άλλο σημείο συνωθούνται οι μυρωδιές και σε άλλο τα χρώματα ή η γειτονιά που μεγαλώσαμε. Εξ ου και η δυσκολία να θυμηθούμε πολλά πράγματα. Η λήθη δεν είναι μόνο θέμα των ηλικιωμένων. Ξεκινάει από τα 30!

Έτσι σκόρπιοι είμαστε, δηλαδή;

Ίσως και να είμαστε. Όταν πήγα στη Γαλλία, συνειδητοποίησα πως κανένας γνωστός μου δεν έχει μνήμη της παιδικής μου ηλικίας. Ούτε κι εγώ ήξερα πολλά για εκείνη την εποχή. άρχισα να γράφω στα ελληνικά για να θυμηθώ την παιδική μου ηλικία.

Γράφοντας, ξορκίζετε το «κακό»;

Ναι, λειτουργεί ψυχοθεραπευτικά. Σου φεύγει ένα βάρος, αλλά δεν σε συμφιλιώνει με τον θάνατο. Γράφω περισσότερο για να ξεχνάω, παρά για α θυμηθώ. Έγραψα αυτό το βιβλίο για τον Γάλλο εκδότη μου, που πέθανε, με την ελπίδα ότι θα του άρεσε. Του το χρωστούσα. Ο θάνατος παίζει ρόλο στο πως γράφεις ένα βιβλίο. Είναι άξονας ο θάνατος – αδύνατον να τον αγνοήσεις. Η ίδια η ζωή τον περιέχει. Δεν θα μπορούσα να γράψω ένα βιβλίο που να βγάζει, αυτό που λέμε γέλιο.

Το ελληνικό θαύμα. Για την Ελλάδα είστε αισιόδοξος; 

Μέχρι την τελευταία στιγμή. Ακόμη κι αν πέσουμε στον γκρεμό, θα περιμένω να συμβεί ένα θαύμα. Η κατάσταση στην Ευρώπη είναι χειρότερη από αυτή της Ελλάδας και το Προσφυγικό αποκάλυψε πολλά πράγματα, όπως και η άνοδος της Ακροδεξιάς. Πάντως, στη Γαλλία εξακολουθούν να υπάρχουν ο γνωστός φιλελληνισμός και η κατανόηση προς εμάς. Δεν μας καταδικάζουν.

Πρόσφατα αναγορευτήκατε επίτιμος διδάκτωρ στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Σας λένε κάτι αυτές οι τιμές;

Χάρηκα, δεν μπορώ να πω ότι δεν χάρηκα. Είναι ωραίο να σε δέχονται και να σε αναγνωρίζουν. Η βραδιά της αναγόρευσης ήταν διασκεδαστική. Γελάσαμε πολύ, όταν πρόβαρα την τήβεννο.  Πλέον είμαι docteur και, επειδή αυτό έχει διπλή σημασία, ο 10χρονος εγγονός μου νόμιζε πως έγινα γιατρός. Και εγώ, φυσικά, δεν θέλησα να τον απογοητεύσω και του είπα πως, όταν θα επιστρέψω στη Γαλλία θα τον εξετάσω.

Διονύσης Μαρίνος
(Μια συνέντευξη τον Μάρτιο του 2017, με αφορμή το βιβλίο του, «Το κλαρινέτο»,  Εφημερίδα Ελευθερία του Τύπου)


«Είναι τραγικό λάθος να νομίζει κανείς ότι κάνει λογοτεχνία διηγούμενος τη ζωή του.
Βασίλης Αλεξάκης»

«Επίσκεψη στη Μακρόνησο»
Μια μονοήμερη εκδρομή, η προσωπική μαρτυρία του Σπύρου Ζαχαράτου…

[… Από τις ευχάριστες εκπλήξεις που μπορεί να μας κρύβει η ζωή, Μάιος 2018, σε μονοήμερη εκδρομή-προσκύνημα στη Μακρόνησο  (φορέας διοργάνωσης το μουσείο Μακρονήσου).

Στο λεωφορείο δίπλα μου μια γνωστή μορφή, “καλημέρα νεαρέ” μου λέει “καλημέρα κε Αλεξάκη”  του λέω. Απ΄ τη χαρά του έκανε σα μικρό παιδί που τον αναγνώρισα.

Και η χαρά έγινε μεγαλύτερη όταν άρχισα να του μιλάω για το έργο του! “Το τάλγκο” μου λέει έγινε ταινία και όταν του μίλησα και για τις ταινίες που προήλθαν από βιβλία του ή μόνο σενάρια, “Ξαφνικός έρωτας”, “Μ΄αγαπάς” και “Ελεύθερη κατάδυση”. Να λέμε για σκηνές, για τους σκηνοθέτες, για τους ηθοποιούς.

Και τη “Μητρική γλώσσα” έχω διαβάσει κε Βασίλη και το “Κλαρινέτο” και το “Γιατί κλαις” .

Γίναμε αυτοκόλλητοι όλη τη μέρα, είχε χιούμορ, πολύ κέφι, παρά τη δυσκολία της αρρώστιας που τον βασάνιζε.

Εκείνη τη μέρα είχε αρκετό κύμα, είχε καταλάβει ότι φοβόμουν. Μου λέει “ Αυτοί οι απέναντι τότε, ηρωικές μορφές μας δίδαξαν και δύναμη ψυχής, ε! Ας φοβηθούμε λίγο κι εμείς απ΄το κύμα σ΄αυτό το προσκύνημα…”

Έκτοτε συναντηθήκαμε τέσσερις φορές και μια στην Εταιρεία Ελλήνων Λογοτεχνών, του άρεσε η ομιλία του Φίλιππου Νικολόπουλου. Αποκόμισα πολλά. Μου έλεγε για Γάλλους ποιητές. Αυτοί δε γέννησαν τη σύγχρονη ποίηση; Αλλά και τραγουδιστές και τροβαδούρους-ποιητές. Για τη Γαλλία τη δεύτερη πατρίδα του. …]

Μαρτυρία καταθέτω.
Αιωνία του η μνήμη και το έργο του.
11/1/2021 Σπύρος Ζαχαράτος

Έργογραφία

Στα Γαλλικά
  • 1974: Le Sandwich. Paris: Julliard.
  • 1975: Les Girls de City-Boum-Boum. Paris: Julliard.
  • 1978: La Tête du chat. Paris: Le Seuil.
  • 1978: Mon amour!. Città Armoniosa.
  • 1985: Contrôle d’Identité. Paris: Le Seuil.
  • 1987: Le fils de King Kong. Geneva: Les Yeux ouverts.
  • 1989: Paris-Athènes. Paris: Le Seuil.
  • 1992: Avant. Paris: Le Seuil. (Prix Albert Camus, Prix Charles-Exbrayat, Prix Alexandre-Vialat)
  • 1997: Papa. Paris: Fayard. (Erzählung, Prix de la Nouvelle de l’Académie française)
  • 1997: L’invention du baiser. Geneva: Nomades.
  • 1999: Le colin d’Alaska
  • 2002: Les mots étrangers.  Paris: Stock.
  • 2005: Je t’oublierai tous les jours. Paris: Stock.
  • 2007: Ap. J.-C. Paris: Stock.
Στα Ελληνικά
  • 1980: Tάλγκο, εκδόσεις ΕΞΑΝΤΑΣ
  • 1995: Η Μητρική γλώσσα, εκδόσεις ΕΞΑΝΤΑΣ
  • 1999: Η καρδιά της Μαργαρίτας, εκδόσεις ΕΞΑΝΤΑΣ
Ταξιδιωτικός οδηγός
  • Les Grecs d’aujourd’hui, Paris, Balland, 1979, 159 p. “Pour voyager au présent ; 1” 
Κινηματογράφος
  • Je suis fatigué, 1982 un court métrage de Vassilis Alexakis [16]
  • Nestor Carmides passe à l’attaque, 1984
  • La table, 1989
  • Les Athéniens, 1991
Χιουμοριστικά σκίτσα
  • Mon amour !, 1978.
  • L’Aveugle et le Philosophe, Éd. Quiquandquoi (Suisse), 2006
Έργα που έχουν εκδοθεί στην Ελλάδα
  • Η πρώτη λέξη, Εξάντας
  • Μη με λες Φωφώ, εκδόσεις Εξάντας
  • Τα κορίτσια του Σίτυ Μπουμ-Μπουμ, εκδόσεις Μίνωας
  • Μήπως πρέπει να κλείσουμε τα σιντριβάνια όταν βρέχει;, εκδόσεις Μίνωας
  • Τάλγκο, εκδόσεις Εξάντας
  • Παρίσι – Αθήνα, εκδόσεις Εξάντας
  • Πριν, εκδόσεις Εξάντας και το 2017 εκδόσεις Μαιταίχμιο
  • Η μητρική γλώσσα, εκδόσεις Εξάντας
  • Ο μπαμπάς, εκδόσεις Εξάντας
  • Η σκιά του Λεωνίδα, εκδόσεις Εξάντας
  • Γδύσου, εκδόσεις Εξάντας
  • Η καρδιά της Μαργαρίτας, εκδόσεις Εξάντας
  • Η τελευταία νύχτα του αιώνα, εκδόσεις Εξάντας
  • Το μυστικό του κίτρινου τάπητα, εκδόσεις Ελληνικά Γράμματα
  • Έλεγχος ταυτότητας, εκδόσεις Εξάντας
  • Οι ξένες λέξεις, εκδόσεις Εξάντας
  • Εγώ δεν, εκδόσεις Εξάντας
  • Greek around the world, εκδόσεις Άποψη
  • Θα σε ξεχνάω κάθε μέρα, εκδόσεις Εξάντας
  • Το κεφάλι της γάτας, εκδόσεις Μίνωας
  • μ.Χ., εκδόσεις Εξάντας
  • Το Κλαρινέτο, 2016 εκδόσεις Μεταίχμιο.
  • Γιατί Κλαις;, εκδόσεις Μεταίχμιο

\Όταν ο Βασίλης Αλεξάκης είχε αφηγηθεί τη ζωή του στη LIFOΒασίλης Αλεξάκης στην «K»: Επιπλέω σε ένα πέλαγος από λέξεις



Επιμέλεια δημοσίευσης Ευμορφία Καλύβα