Ο Σούμπρικας  – Ειρήνη Γαβαλά

Ο Σούμπρικας 

Oσμή νεκροθαλάμου ανακατεμένη με φτηνά αναγουλιαστικά αρώματα. Το μαύρο γυαλιστερό φέρετρο καλυμμένο με ανθοδέσμες περικυκλωμένο δεξιά κι αριστερά από κλαίουσες μοιρολογίστρες, βεντάλιες, χαρτομάντηλα λιωμένα αι-λάινερ.

Βάλια Δεληγιάννη η αγαπημένη μας θεία ετών 84, μας άφησε πλήρης ημερών (και νυκτών και νυκτών… χαχάνισε η κακομούτσουνη γεροντοκόρη ξαδέλφη) στη διάρκεια του επικήδειου που εκφώνησε ο έτερος Καππαδόκης Ιωσήφ. Ανυπόμονοι κληρονόμοι και οι δύο.

Είχα καθίσει πίσω-πίσω, δεν μπορούσα να υποφέρω αυτό το κοπάδι των αρπακτικών, που είχε ήδη αρχίσει να μοιράζει σπίτια, οικόπεδα, κοσμήματα, καταθέσεις. Έτσι κι αλλιώς εγώ είχα πάει να τη δω μια τελευταία φορά, λίγες μέρες πριν φύγει. Αυτήν την ξεχωριστή γυναίκα που είχε σκανδαλίσει το κατεστημένο της εποχής της με την ανεξαρτησία της, τους αναρίθμητους έρωτές της τις προκλήσεις της, την άρνησή της να παντρευτεί και να διαιωνίσει το αρχοντικό της σόι. Την επισκεπτόμουν τακτικά στον πολυτελή οίκο ευγηρίας που μόνη της είχε επιλέξει για τα τελευταία της χρόνια. Οι συζητήσεις μας απολαυστικές και αποκαλυπτικές.

Είχε περάσει πάνω από μία εβδομάδα όταν η υπεύθυνη του Οίκου Ευγηρίας της θείας με παρακάλεσε να περάσω γιατί ήθελε κάτι να μου δώσει. Ένα μικρό τετράγωνο ξύλινο κουτί με ένα μικρό θυρεό από ελεφαντόδοντο. Μέσα ένα ζευγάρι ακουστικά, μια μισοσκισμένη πράσινη μωρουδιακή κάλτσα με τον ίδιο θυρεό και μέσα στην κάλτσα ένα τσαλακωμένο κίτρινο χαρτάκι. La chasse au tresor (Το κυνήγι του θησαυρού). Πρώτο στοιχείο Σούμπρικας-Αμοργός. ’Ενα αγαπημένο μας παιχνίδι αλλά τώρα τί μυστήριο είναι πάλι τούτο!

Κι ένα βιβλιάριο τραπεζικό στο όνομά μου με ένα σημειωματάκι «για τα έξοδά σου Ειρήνη μου»!

Ο Σούμπρικας πανύψηλος, κατάξανθος, με καταπράσινα μάτια μου ανοίγει με το αγαθό του χαμόγελο και παραμερίζει να περάσω μέσα στη σάλα. Μένει μόνος από τότε που τον θυμάμαι. Σαν να φύτρωσε αυτό το παιδί, που εκτός απ΄ τη Βάλια που τον συντηρούσε και τη θειά Εργίνα που φρόντιζε να μην του λείψει τίποτε, δεν έκανε με κανέναν άλλο παρέα στο χωριό. Συγγενείς δεν είχε, φίλους δεν είχε μόνο τον τίτλο του τρελού του χωριού κι ένα τσούρμο παλιόπαιδα που τον κυνηγούσαν κάθε που ξεμύτιζε απ΄ το σπιτάκι του.

Γειά σου Ρηνιώ μου λέει. Του δείχνω τα ακουστικά, το πρόσωπό του αστράφτει από χαρά. Παιχνίδι, παιχνίδι! μου λέει. Μου φέρνει ένα κουτί με ένα μικρό  αρχαίο κασετοφωνάκι και μια κασέτα. Του αφήνω τις σοκολάτες και τα φουντούνια που τόσο του αρέσουν και παίρνω το κασσετόφωνο.

-Θα ξανάρθω του λέω.

Πίσω στο ξενοδοχείο βάζω την κασέτα και συνδέω τα ακουστικά. Το γουργουρητό της αχρησιμοποίητης ταινίας μου ξύνει τα αυτιά αλλά σε λίγο η φωνή της Βάλιας ανάμεσα στους ήχους μιας αμαξοστοιχίας ξεκινάει, σταματάει, ξεκινάει ξανά… Μια αφήγηση στα γαλλικά, αγγλικά, στα ελληνικά με καθηλώνει… Μια βαθιά αντρική φωνή, ένα φιλί, ένα γέλιο, ο θόρυβος από σερβίτσια η πόρτα του βαγονιού που κλειδώνει, ένας βαθύς αναστεναγμός το κλικ του κουμπιού του κασετοφώνου.

Πρέπει αύριο να πάω στη φραγκοσυκιά εκεί βρίσκεται το τελευταίο στοιχείο, ο επίλογος.

Παρακαλώ τον επιστάτη να με αφήσει να μπω στο σπίτι. Οι Ιταλοί ιδιοκτήτες λείπουν. Το νησί το χειμώνα είναι έρημο από τουρίστες αλλά στο σπίτι αυτό το πατρογονικό, πριν πουληθεί πέρασα τα ομορφότερα καλοκαίρια της ζωής μου και κάτω από αυτήν εδώ την φραγκοσυκιά, κρύφτηκα, τσιμπήθηκα, φιλήθηκα με το Νικήτα…

Προχωρώ προσεκτικά, μετρώ τριάντα βήματα δεξιά, πέντε αριστερά και βρίσκω τη μεγάλη πέτρα. Βγάζω τη μικρή αξίνα και πολύ προσεκτικά σκάβω. Σε λίγο προβάλλει μέσα στα χώματα ένα σιδερένιο μακρόστενο κουτί σαν αυτό που χρησιμοποιούν στα οστεοφυλάκια, το βάζω βιαστικά στη μεγάλη μου τσάντα, ισιώνω το χώμα, αποχαιρετώ τον φύλακα και πίσω στο ξενοδοχείο.

Μια ιστορία έρωτα απελπισμένου και αδιέξοδου μέσα στη δίνη του πιο αιματοβαμμένου πολέμου.

Η Βάλια μόλις 16 χρόνων και ο 25χρονος Σεργκέι διάδοχος μιας εκθρονισμένης δυναστείας ζουν για τέσσερις  μήνες ένα όνειρο αδιαφορώντας για το τι συμβαίνει γύρω τους. Εκείνος αναγκάζεται με το τέλος του πολέμου να επιστρέψει στην οικογένεια και τον προκαθορισμένο του γάμο με μια γαλαζοαίματη. Μετά από έξι μήνες βρίσκονται για μια τελευταία φορά μαζί στο Orient Express .

Στην όμορφα παλιωμένη φωτογραφία, η Βάλια πανέμορφη μέσα στο γούνινο παλτό της ποζάρει στην είσοδο ενός ορθόδοξου ναού, ο Σεργκέι δίπλα της με τη μεγάλη στρατιωτική του στολή κι ανάμεσά τους ο νεοφώτιστος ο μικρός τους  γιος Shurochka. Η φωτογραφία έχει κρατήσει την ομορφάδα της, έχει αιχμαλωτίσει  τη στιγμιαία  λάμψη του ανέφικτου.

Μέσα στο μικρό βελούδινο κουτάκι το ντυμένο με ατλάζι ένα ρουμπίνι δεμένο σε πλατίνα κι ένας σωρός από γράμματα του Σεργκέι στη Βάλια. Μια ατέλειωτη σειρά ερωτικών εξομολογήσεων που σταματάει απότομα στο 1973. Μέσα στο μακρόστενο κουτί μια ολόκληρη ζωή και όχι πολύ μακριά ένας γιος πανύψηλος, κατάξανθος με πράσινα μάτια που λατρεύει τις σοκολάτες και τα φουντούνια…

Το φεγγάρι απόψε μια ανάποδη ξερή φέτα στον κατάμαυρο ουρανό. Από το μισάνοιχτο παράθυρο τα σκυλιά αλυχτούν και ένας γάιδαρος αρχίζει το λυπητερό του ερωτικό κάλεσμα…

Ειρήνη Γαβαλά