Σήκωσε τα κόκκινα φανάρια του Ζαν Γιμού
DA HONG DENG LONG GAO GAO GUA (1991)

από τη Βάλια Καραμάνου

 

Στις 20 Δεκεμβρίου 1991 ο Κινέζος σκηνοθέτης  Yimou Zhang παρουσιάζει στις κινηματογραφικές αίθουσες το τρίτο μέρος της τριλογίας με τίτλο  DA HONG DENG LONG GAO GAO GUA (οι προηγούμενες ταινίες ήταν το Red Sorghum και Judou). Η ταινία υπήρξε υποψήφια για το Όσκαρ Καλύτερης Ξενόγλωσσης Ταινίας (Χονγκ Κονγκ), κέρδισε το βραβείο BAFTA στην κατηγορία Καλύτερης Ξενόγλωσσης Ταινίας (Χονγκ Κονγκ) και απέσπασε άλλα τρία  βραβεία στο Φεστιβάλ Βενετίας: Βραβείο Elvira Notari (Yimou Zhang), βραβείο FIPRESCI (Yimou Zhang), Αργυρός Λέοντας (Yimou Zhang). Η ταινία επίσης ήταν υποψήφια για Χρυσό Λέοντα στο Φεστιβάλ Βενετίας. Οι βασικοί συντελεστές της υπήρξαν οι Chu Xiao, Cuifen Cao, Jingwu Ma, Li Gong, Lin Kong, Qi Zhao, Saifei He, Shuyuan Jin, Weimin Ding, Zhengyin Cao, Zhihgang Cui, ενώ η γλώσσα της ταινίας είναι κινεζική Mandarin.


Η υπέροχη φωτογραφία, τα σκηνικά μέσα στο αρχοντικό με κυρίαρχες αντιθέσεις το κατακόκκινο χρώμα των φαναριών και το γκρίζο/ άσπρο του αρχοντικού σε συνδυασμό με την έξοχη ερμηνεία των συντελεστών και την σκηνοθεσία του Γιμού, αποτελούν μερικούς από τους λόγους που η ταινία αυτή απέσπασε τόσες διακρίσεις. Ωστόσο, πέρα από το τεχνικό κομμάτι, όλο αυτό το καλοδουλεμένο αισθητικά σκηνικό αποτελεί οξεία καταγγελία κατά του ανάλγητου πατριαρχικού συστήματος κατά το 1920. Ολόκληρη η ιστορία εκτυλίσσεται μέσα στο εντυπωσιακό αρχοντικό δημιουργώντας ωστόσο το απαραίτητο κλειστοφοβικό κλίμα μιας φυλακής.


Η ταινία χωρίζεται σε ενότητες, τις εποχές ενός μόνο χρόνου με έναρξη το καλοκαίρι. Η αρχή της είναι απότομη και δυνατή: σε ένα κοντινό πλάνο, η δεκαεννιάχρονη Σόνγκλιαν δηλώνει  «θα παντρευτώ» παρατώντας τις σπουδές της, λόγω του απρόσμενου θανάτου του πατέρα της και της οικονομικής δυσπραγίας που ακολούθησε. Μάλιστα συμπληρώνει πως θα παντρευτεί πλούσιο άντρα, μια και η μητριά της διαρκώς παραπονιέται για λεφτά. Όταν  η τελευταία της επισημαίνει πως θα γίνει παλλακίδα, η κοπέλα δηλώνει δακρυσμένη πως «Αυτή δεν είναι η μοίρα της γυναίκας;». Πράγματι, η Σονγκλιάν γίνεται η τέταρτη Αρχόντισσα του μεσήλικα άρχοντα Τσεν Ζουοκιάν, του οποίου το πρόσωπο εσκεμμένα δεν αποκαλύπτεται ποτέ σε όλη την διάρκεια της ταινίας. Βλέπουμε μόνο μακρινά πλάνα του και τις ερωτικές περιπτύξεις του σαν σκιές πίσω από τις κλειστές κουρτίνες του κρεβατιού. Διόλου τυχαία μια και η Σονγκλιάν πλέον, όπως και όλες οι υπόλοιπες αρχόντισσες, είναι «ένα ρούχο του αφέντη, με φορά και με βγάζει όποτε θέλει».  Προσωπική της υπηρέτρια χρίζεται η νεαρή Γιαρ, ένα αντιδραστικό νέο κορίτσι, το οποίο απολαμβάνει ο αφέντης κατά καιρούς στο κρεβάτι του και η ίδια ονειρεύεται να γίνει κάποτε αρχόντισσα. Για τον λόγο αυτό, ανταγωνίζεται την Σονγκλιάν, ενώ κρυφά ανάβει στο δωμάτιό της κόκκινα φανάρια. Στο σημείο αυτό αξίζει να πούμε, πως κάθε βράδυ ο αφέντης διαλέγει μία από τις τέσσερις αρχόντισσες με την οποία θα πλαγιάσει. Η θέση αυτή συνδέεται με προνόμια, όπως το μασάζ ποδιών, η επιλογή του μενού της επόμενης μέρας και το εντυπωσιακό άναμμα κατακόκκινων φαναριών προς τιμήν της στο δωμάτιό της και στον διάδρομο έξω από αυτόν. Η Σονγκλιάν φυσικά ως νέα και όμορφη είναι πρώτη στις προτιμήσεις του αφέντη και του δίνεται με κρυφή αποστροφή υπακούοντας στωικά στην  μοίρα της. Παράλληλα, προσπαθεί να δημιουργήσει φιλικές σχέσεις με τις υπόλοιπες αρχόντισσες, πράγμα δύσκολο μια και η μηχανορραφία καλά κρατεί στο αρχοντικό. Η πρώτη αρχόντισσα είναι ηλικιωμένη και σοβαρή, η δεύτερη φαίνεται αρκετά προσηνής, αλλά στο βάθος είναι διαβολική, ενώ η τρίτη – παρά τις αρχικές αντιδράσεις της- καταλήγει φίλη με την Σονγκλιάν.

Η νεαρή παλλακίδα έκπληκτη διεισδύει στον σκληρό κόσμο του αρχοντικού, στον οποίο ο ανταγωνισμός μπορεί να φτάσει μέχρι και στην απόπειρα δολοφονίας για τα πρωτεία. Ανάμεσα στην χλιδή των εντυπωσιακών κτιρίων υπάρχει και ένα κλειδωμένο σκοτεινό δωμάτιο, αυτό του θανάτου, όπως το αποκαλούν. Πρόκειται για ένα μέρος όπου κρεμάστηκαν κάποιες γυναίκες, άγνωστο πως, μια και όλοι αποφεύγουν την αναφορά του.


Το φθινόπωρο σηματοδοτείται από την άφιξη του νεαρού άρχοντα, γιου της πρώτης αρχόντισσας, του οποίου η ομορφιά, αλλά και το παίξιμο του φλάουτου ξυπνούν στην καρδιά της νεαρής παλλακίδας τον πόθο, αλλά και την θλίψη για την μοίρα της. Σε αντίθεση με τον πατέρα του, ο νεαρός άρχοντας αποκαλύπτει στον φακό τα νιάτα και την ομορφιά του, στοιχεία άπιαστα και απαγορευμένα για την παλλακίδα. Η δυστυχία της Σονγκλιάν κορυφώνεται όταν,  μετά από διενέξεις με την υπηρέτριά της Γιαρ, μαθαίνει πως η δεύτερη αρχόντισσα- που μέχρι τότε της φερόταν εγκάρδια- της έκανε βουντού. Η οργή της Σονγκλιάν για όλους και όλα την σκληραίνει και την οδηγεί στην εκδίκηση κόβοντας το αυτί της αρχόντισσας κατά την διάρκεια του κουρέματος. Το γεγονός αυτό ισχυροποιεί την θέση της και σκληραίνει την καρδιά της μπαίνοντας για τα καλά πλέον στο πετσί του ρόλου της: να γίνει η περιζήτητη αρχόντισσα, η πρώτη παλλακίδα. Για να το πετύχει αυτό προσποιείται εγκυμοσύνη. Αν μάλιστα κατάφερνε τελικά να μείνει στην πορεία έγκυος και να χαρίσει στον αφέντη γιο, η εξουσία της θα παγιωνόταν (σε αντίθεση με την γέννηση ενός «τιποτένιου  κοριτσιού»).

Ο χειμώνας βρίσκει την Σονγκλιάν να ζει μέσα στα προνόμια, δηλαδή με τα κόκκινα φανάρια αναμμένα νύχτα μέρα στα διαμερίσματά της, καθημερινά μασάζ ποδιών, τον αφέντη δίπλα της και γενικά έχοντας το πρώτο πρόσταγμα παντού. Ωστόσο, η ευημερία αυτή δεν θα κρατήσει πολύ μια και η υπηρέτριά της σε συνεργασία με την δεύτερη αρχόντισσα θα αποκαλύψουν την απάτη της. Η Σονγκλιάν τιμωρείται με κάλυψη των φαναριών της με μαύρα πανιά, σύμβολο της απόλυτης πτώσης της. Πράγματι, η παραγκωνισμένη πια παλλακίδα βιώνει την αποστροφή όλων με τα αισθήματα της οργής και του παραπόνου να την κατακλύζουν. Η ζωή της – για δεύτερη φορά- καταστρέφεται μέσα σε μια στιγμή.  Έτσι ξεσπώντας τιμωρεί την Γιαρ αποκαλύπτοντας τα μυστικά κόκκινα φανάρια του δωματίου της – γεγονός απαράδεκτης ιεροσυλίας- κάτι που θα οδηγήσει την υπηρέτρια στην συντριβή και κατόπιν στον θάνατο. Ο χειμώνας έχει μπει για τα καλά στην καρδιά της Σονγκλιάν. Το γκρίζο των κτιρίων και το λευκό χιόνι απεικονίζουν απόλυτα την έλλειψη ζωής, ελευθερίας και αγάπης. Η νεαρή παλλακίδα περιφέρεται ολομόναχη μονολογώντας πως «οι άνθρωποι είναι φαντάσματα και τα φαντάσματα άνθρωποι, σαν ποντίκια που περιφέρονται εδώ και εκεί». Μάλιστα, σε ένα μεθύσι της στα γενέθλιά της ακούσια αποκαλύπτει τον παράνομο δεσμό της τρίτης αρχόντισσας με τον γιατρό του παλατιού. Η μοιχαλίδα αυτόματα συλλαμβάνεται και οδηγείται στο δωμάτιο του θανάτου. Η Σονγκλιάν, που  στο μεταξύ την είχε αγαπήσει ως φίλη και ως τραγουδίστρια, τους παρακολουθεί κρυφά και καταφέρνει να ρίξει μια ματιά στο απεχθές δωμάτιο. Το θέαμα την κάνει να χάσει τα λογικά της και να ουρλιάζει διαρκώς «Δολοφόνοι, δολοφόνοι!». Η σκηνή τελειώνει με την νεαρή παλλακίδα ν’ ανάβει όλα τα κόκκινα φανάρια στο δωμάτιο της δολοφονημένης αρχόντισσας και στο δικό της, ακούγοντας ταυτόχρονα στην διαπασών τον δίσκο με τα τραγούδια της.

Το έργο κλείνει με τον ερχομό του καλοκαιριού που ταυτίζεται με τ ην άφιξη της πέμπτης αρχόντισσας. Η Σονγκλιάν είναι πια μια απλή υπηρέτρια που φορά τα ρούχα της προηγούμενης ζωής της και περιφέρεται με σαλεμένα τα λογικά της στο αρχοντικό, προκαλώντας πια μόνο οίκτο ως «σαλεμένη».

Η ταινία, χωρίς μεγαλοστομίες και υπέρμετρους λυρισμούς, καταφέρνει να μας μεταφέρει στην κατάσταση εγκλεισμού των παλλακίδων και στον θάνατο που συνυφαίνεται με την ύπαρξή τους: η παλλακίδα είναι αναλώσιμη στις μηχανορραφίες των άλλων γυναικών, στην διάθεση του αφέντη, δεν είναι τίποτα παραπάνω από «ένα ρούχο» που φοριέται και πετιέται με την ίδια ευκολία. Στο υποβλητικό σκηνικό αξίζει να επισημανθεί η χρήση των ήχων: τα ανατριχιαστικά κρουστά που συνοδεύουν το άναμμα των φαναριών, το απόκοσμο τραγούδι της παλλακίδας, η σιωπή του χιονιού, που καλύπτει όλα τα πάθη και τα βασανιστήρια υπογραμμίζουν την σκοτεινή πλευρά της ιστορίας.

Το «Σήκωσε τα κόκκινα φανάρια»  δεν είναι μόνο μια ταινία άρτιας τεχνικής, αλλά αποτελεί πολιτικό και κοινωνικό λόγο γύρω από το σκληρό ανδροκρατικό  καθεστώς της Κίνας. Μια καταγγελία, μια κραυγή για κάθε  υπόδουλη, χαμένη  ψυχή, για κάθε σβησμένο φανάρι. Παράλληλα, για τον θεατή αποτελεί ένα γοητευτικό ταξίδι, καθώς ανακαλύπτει έναν άλλο πολιτισμό, μια διαφορετική κουλτούρα, που – παρά τις ιδιαιτερότητές της- δεν παύει να έχει κοινά στοιχεία με τα δικά μας βιώματα στις πιο φωτεινές και σκοτεινές στιγμές μας.

Eπιμέλεια δημοσίευσης Ευμορφία Καλύβα


Imdb της ταινίας Σήκωσε τα κόκκινα φανάρια

Photo gallery imdb της ταινίας Σήκωσε τα κόκκινα φανάρια


 


Βάλια Καραμάνου (Συγγραφέας) – Βιογραφία