«Σινεμά ο Παράδεισος – Τζουζέπε Τορνατόρε»
από τη Βάλια Καραμάνου

“Το απίθανο μοντάζ με όλα τα φιλιά που έπεσαν στην πυρά, το φινάλε που μας έμεινε αξέχαστο και όχι μόνο!
Όσες φορές και να δεις αυτήν την ταινία θες να την ξαναδείς!
Η μαγεία του κινηματογράφου μέσα από τα μάτια ενός μικρού παιδιού. Η αγνή «περιέργεια» να ξεχυθεί στη ζωή, μέσα από την μικρή καμπίνα προβολής, βλέπει ολόκληρη τη ζωή και νοσταλγικά κάνει το όνειρο πραγματικότητα. Με όλα εκείνα τα φιλιά, που λίγοι έβλεπαν πριν κοπούν. Ο δρόμος που κοιτά μπροστά, και τίποτα αναχρονιστικό ή μη, μπορεί να σταματήσει τη φυσική ροή. Νοσταλγία, είναι η ανάγκη να κρατάμε ζωντανή την ομορφιά που μας ανάθρεψε. Κάπου ανάμεσα στο θάνατο και τη ζωή, ανάμεσα στο χρόνο που παύει να μετρά χρόνια, είναι το μήνυμα της επιστροφής που δεν ξεχνά να κάνει το όνειρο πραγματικότητα.
Τζουζέπε Τορνατόρε και Ένιο Μορικόνε, ένας απίθανος συνδυασμός του ιταλικού νοσταλγικού κινηματογράφου.”
Ευμορφία Καλύβα

Cinema Paradiso/ Σινεμά ο Παράδεισος: πρόκειται για  ιταλική ταινία του 1988 σε σκηνοθεσία και σενάριο του Τζουζέπε Τορνατόρε, που προβλήθηκε με μεγάλη επιτυχία κερδίζοντας  το Όσκαρ Καλύτερης Ξενόγλωσσης Ταινίας, το Βραβείο BAFTA Καλύτερης Μη αγγλόφωνης Ταινίας, τη Χρυσή Σφαίρα Καλύτερης Ξενόγλωσσης Ταινία και το Μέγα Βραβείο στο 42ο φεστιβάλ των Καννών (μαζί με το «Πολύ όμορφη για σένα»).

Και διόλου άδικα, καθώς η ταινία αποτελεί ένα εξαίρετο δείγμα σκηνοθεσίας, υποκριτικής, ενώ διαδραματίζεται στην γραφική Σικελία, συγκεκριμένα στο χωριό Τζιανκάλντο. Τον βασικό ρόλο του μικρού/έφηβου Τότο και του ώριμου, καταξιωμένου Σαλβατόρε Ντι Βίτα ενσάρκωσαν με την σειρά οι: Σαλβατόρε Κάσιο, Μάρκο Λεονάρντι και Ζακ Περέν.

Όλα ξεκινούν στην Ρώμη της δεκαετίας του ’80, όπου ο καταξιωμένος σκηνοθέτης Σαλβατόρε Ντι Βίτα, επιστρέφοντας από επαγγελματικές υποχρεώσεις αργά το βράδυ στην αγκαλιά της ερωμένης του, πληροφορείται το μήνυμα της μητέρας του (Πουπέλα Μάτζιο) πως ο Αλφρέντο πέθανε και την επόμενη μέρα ήταν προγραμματισμένη  η κηδεία του. Ο Σαλβατόρε ταράζεται και περνά την νύχτα άγρυπνος πνιγμένος στις αναμνήσεις από την γενέτειρά του, την οποία έχει να επισκεφτεί τριάντα χρόνια. Χωρίς μελοδραματισμούς και εξάρσεις, παρακολουθούμε μέσα από τα υγρά μάτια του πρωταγωνιστή την ιστορία του. Τότε που ο άντρας ήταν ο μικρός και φτωχός Τότο, ένα ζωηρό πανέξυπνο αγόρι στην Σικελία, γεμάτο λαχτάρα για τον κόσμο, παρά τις αντιξοότητες. Το ίδιο, όπως πολλά παιδιά, είναι ορφανό πολέμου και τις Κυριακές βοηθά τον ιερέα στην λειτουργία- αν και συχνά αποκοιμιέται στην θέση του. Είναι μία από τις πολλές σκηνές της ταινίας που προκαλούν το γέλιο και την νοσταλγία μιας άλλης εποχής. Σε αυτό το μέρος της ταινίας πολύ συχνά ο θεατής χαμογελά, σε αντίθεση με το δεύτερο μισό του έργου.Το σκηνικό του Τζιανκάλντο  παρουσιάζεται αφάνταστα γραφικό με δεσπόζουσα την πέτρινη πλατεία και το Cinema Paradiso στο κέντρο της, την καρδιά του τόπου. Εκεί μαζεύονται  πλούσιοι, φτωχοί, άνθρωποι όλων των ηλικιών και τάξεων προκειμένου να παρακολουθήσουν ταινίες που προβάλλει ο Αλφρέντο. Θα λέγαμε πως το cine paradiso  ενώνει όλους τους κατοίκους. Ανάμεσά τους και ο μικρός Τότο που λατρεύει το σινεμά και κάνει τα πάντα προκειμένου να μπει στο άβατο, στο μικρό δωμάτιο όπου στήνεται η μηχανή με τα φιλμ και προβάλλεται η ταινία από μια οπή, το στόμα ενός πέτρινου λιονταριού. Τελικά, μετά από κόπο και πονηριά, το καταφέρνει και επίσημα παίρνει την θέση του βοηθού στο πλευρό του Αλφρέντο. Βέβαια, οι ταινίες, προτού προβληθούν, λογοκρίνονται από τον ιερέα της περιοχής, που πρώτος τις παρακολουθεί και επιμένει να κόβονται τα καρέ με φιλιά και άλλες ακατάλληλες σκηνές. Αυτά μάλιστα τα καρέ θα ζητήσει ως χάρη ο μικρός Τότο, αλλά ο Αλφρέντο του το αρνείται σε εκείνη την φάση. Όλη η ζωή του Τζιανκάλντο, οι έρωτες, οι πόθοι, η συγκίνηση περνούν από το περιβόητο σινεμά της πλατείας. Χαρακτηριστική μορφή και ο «τρελός» του χωριού που ισχυρίζεται πως η «πλατεία είναι δική του».

Ακόμα και όταν καίγεται το κτίριο από υπερθέρμανση του φιλμ, το σινεμά θα ανακαινιστεί και θα ξαναλειτουργήσει. Μόνο που ο Αλφρέντο είναι πια τυφλός- αν και ζωντανός χάρη στον Τότο- και την θέση του αναλαμβάνει ο μικρός μέχρι να γίνει έφηβος. Ο ηλικιωμένος άντρας ωστόσο βρίσκεται πάντα στο πλευρό του να τον νουθετεί σε όλα τα θέματα.  Οι ταινίες πλέον προβάλλονται αμοντάριστες και ο κόσμος απολαμβάνει και τις ερωτικές σκηνές, ενώ κάθε μορφή εμπορικής  συνδιαλλαγής λαμβάνει χώρα στην αίθουσα προβολών. Τα καλοκαίρια, η προβολή γίνεται παραθαλάσσια στον πέτρινο τοίχο μιας μάντρας, ενώ οι φτωχοί που δεν μπορούν να πληρώσουν απολαμβάνουν τα φιλμ από τις βάρκες (μερικές από τις πιο αξέχαστε σκηνές της ταινίας).

Σε αυτό το πόστο λοιπόν  μεγαλώνει ο Τότο και γίνεται έφηβος ζώντας την πρώτη του αγάπη, την όμορφη και πλούσια Έλενα (Αγκνέζε Νάνο). Ένας δυνατός και αγνός έρωτας με άδοξο τέλος. Μετά από έναν μήνα διεκδίκησης, κατά τον οποίο ο Τότο αράζει με τις ώρες έξω από το σπίτι του κοριτσιού περιμένοντας ένα σημάδι της, αποχωρεί την τελευταία νύχτα (παραμονή Πρωτοχρονιάς) απογοητευμένος στα πλακόστρωτα  στενά του χωριού μέσα σε μια  βροχή από πυροτεχνήματα και με υπέροχη μουσική υπόκρουση (η μουσική  Ένιο Μορικόνε, Αντρέα Μορικόνε και η  φωτογραφία  Blasco Giurato είναι συγκλονιστικές). Λίγο αργότερα ακολουθεί η επιβεβαίωση της Έλενας και κάμποσες υπέροχες σκηνές φιλιών ανάμεσα στα δυο νέα παιδιά: το πρώτο φιλί στην αίθουσα προβολών ανάμεσα στα κρεμασμένα καρέ, κατόπιν  μέσα στην βροχή στο πεζούλι των θερινών προβολών κλπ. Η όμορφη Έλενα όμως φυγαδεύεται για σπουδές στο εξωτερικό από τον πατέρα της, που δεν εγκρίνει αυτήν την άνιση ταξικά σχέση και έτσι ο Τότο βυθίζεται στην απογοήτευση. Είναι η στιγμή που ο Αλφρέντο τον πείθει να φύγει για πάντα από το χωριό και να μην επιστρέψει ποτέ, ούτε να δώσει σημάδι ζωής. Η φαινομενική σκληρότητα και αποφασιστικότητα του άντρα πείθει τον νεαρό Τότο και φεύγει για την Ρώμη, όπου περνά τριάντα χρόνια διασημότητας στον αγαπημένο του χώρο, τον κινηματογράφο.

Μέχρι αυτό το σημείο, η ταινία είναι νοσταλγική και με πολύ χιούμορ. Η διάθεση αλλάζει όταν βλέπουμε την σκηνή με το αεροπλάνο να προσγειώνεται στην Σικελία το επόμενο πρωί (βρισκόμαστε στο αφηγηματικό παρόν πια, στην Ρώμη του ’80). Γνωρίζουμε ήδη πως ο Σαλβατόρε/Τότο επιστρέφει στο χωριό του για την κηδεία του αγαπημένου του φίλου. Από το σημείο αυτό και εξής η συγκίνηση και ο δαμασμένος λυρισμός κυριαρχούν στην ταινία δονώντας τον θεατή ως τα βάθη της ψυχής του. Δεν υπάρχουν βαρύγδουπες ερμηνείες, ούτε υπερβολές, μόνο ματιές, υγρά μάτια και χαμόγελα που συγκλονίζουν. Ο Τζουζέπε Τορνατόρε δίνει ρεσιτάλ σκηνοθεσίας, καθώς παρουσιάζει την επανένωση του Σαλβατόρε με την μητέρα του με ευρηματικό τρόπο: η πόρτα χτυπάει και η γυναίκα αντιλαμβάνεται αμέσως ποιος είναι. Πετάγεται πάνω και τρέχει προς την εξώπορτα και μέσα στην λαχτάρα της κρατά ακόμα στα χέρια  το πλεχτό της. Ο φακός εστιάζει στο πλεκτό που ξηλώνεται σταδιακά ώσπου να σμίξουν μητέρα και γιος.

Το υπόλοιπο μέρος της ταινίας είναι το πιο δυνατό και ο θεατής το παρακολουθεί με έναν κόμπο στον λαιμό. Ο Σαλβατόρε περιηγείται στο παλιό του δωμάτιο με τα πρώτα ερασιτεχνικά του φιλμάκια, επισκέπτεται τον εγκαταλελειμμένο πια κινηματογράφο, που πρόκειται να κατεδαφιστεί άμεσα. Το cine paradiso είναι πια ρημαγμένο και ο Σαλβατόρε συγκινημένος το εξερευνά τριάντα χρόνια μετά. Σε κάποια στιγμή σκοντάφτει πάνω στο πέτρινο κεφάλι του λιονταριού, η οπή από την οποία γινόταν η προβολή, που βρίσκεται θαμμένο κάτω από σκόνη και χαλάσματα. Η συγκίνηση – του ήρωα και η δική μας- κορυφώνεται στην διάρκεια της κηδείας και της κατεδάφισης του σινεμά. Και παρότι όλα έχουν αλλάξει πια στο Τζιανκάλντο, κάποια πράγματα μένουν ίδια: η αγάπη των συμπατριωτών του, ακόμα και ο «τρελός» του χωριού, ο οποίος ακόμα ισχυρίζεται πως «του ανήκει η πλατεία».

Ο Σαλβατόρε τελικά   επιστρέφει στην Ρώμη γεμάτος θλίψη και ερωτηματικά. Αναρωτιέται γιατί όλα αυτά τα χρόνια ο Αλφρέντο κράτησε απόσταση από κοντά του και δεν επιδίωξε κάποια μορφή επικοινωνίας. Η απάντηση βρίσκεται στο δώρο που του έχει αφήσει πριν πεθάνει: ένα φιλμ. Ο Σαλβατόρε το παίρνει μαζί του στην Ρώμη και το απολαμβάνει σε ιδιωτική προβολή.

Η τελευταία σκηνή είναι μια από τις πιο όμορφες που μας έχει χαρίσει η έβδομη τέχνη: το φιλμ αποτελείται από  όλα τα κομμένα καρέ από τα απαγορευμένα φιλιά της λογοκρισίας, τότε που ήταν μικρός και βοηθούσε τον Αλφρέντο στο σινεμά. Το δώρο που είχε ζητήσει ως παιδί πολλές φορές από τον ηλικιωμένο φίλο του και του το είχε αρνηθεί.  Όλες οι μοιραίες γυναίκες, οι μεγάλοι αστέρες του σινεμά αγκαλιάζονται, φιλιούνται με πάθος, κάνουν έρωτα μπροστά στα δακρυσμένα μάτια του Σαλβατόρε με την αξέχαστη μουσική  υπόκρουση. 

 Ο Σαλβατόρε ανακουφισμένος και κλαμένος παίρνει την απάντησή του: ο Αλφρέντο φάνηκε σκληρός απέναντί του προκειμένου να τον ωθήσει να μεγαλουργήσει στην πόλη, χωρίς να μπαίνουν τα συναισθήματά του εμπόδιο στην επιτυχία του. Η αγάπη και η πίστη του σε αυτόν τον οδήγησαν στην καταξίωση.
Και  έγιναν όλα έτσι  ακριβώς  όπως ο Αλφρέντο  του είχε πει αποχαιρετώντας τον στον σιδηροδρομικό σταθμό:
«Θέλω να πάψω να σ’ ακούω να μιλάς. Θέλω να μιλούν για σένα!»

Βάλια Καραμάνου (Συγγραφέας)
Η ιστορία της ταινίας είναι βασισμένη στη ζωή του σεναριογράφου/σκηνοθέτη Τζουζέπε Τορνατόρε.
Η ταινία απέσπασε 25 βραβεία και 31 διακρίσεις
σε πολλά κινηματογραφικά φεστιβάλ σε ολόκληρο τον κόσμο.
Μεταξύ αυτών το Όσκαρ Καλύτερης Ξενόγλωσσης Ταινίας το 1990,
το Βραβείο BAFTA Καλύτερης Μη Αγγλόφωνης Ταινίας,
τη Χρυσή Σφαίρα Καλύτερης Ξενόγλωσσης Ταινίας κ.ά.

«Σινεμά ο Παράδεισος»

Ιταλία, 1988
Παραγωγή: Φράνκο Κριστάλντι, Τζιοβάνα Ρομανιόλι
Σκηνοθεσία: Τζουζέπε Τορνατόρε
Σενάριο: Τζουζέπε Τορνατόρε
Φωτογραφία: Μπλάσκο Τζουράτο
Μοντάζ: Μάριο Μόρα
Μουσική: Ενιο Μορικόνε
Πρωταγωνιστούν: Φιλίπ Νουαρέ, Ζακ Περέν, Σαλβατόρε Κάσιο, Μάρκο Λεονάρντι
Διάρκεια: 155 λεπτά


Imdb της ταινίας Σινεμά ο Παράδεισος

Photo gallery imdb της ταινίας Σινεμά ο Παράδεισος

Κάποιες άλλες κριτικές



Βάλια Καραμάνου (Συγγραφέας) – Βιογραφία