Τα δύο Π – Ειρήνη Γαβαλά



Τα δύο Π

Δεν είχε προσέξει ποτέ εδώ αυτήν την πόρτα…

Κι όμως δεν ήταν η παρουσία αλλά η απουσία της που τον παραξένεψε…

Από τότε που θυμόταν τον εαυτό του ήταν πάντα κάπου κοντά ή τουλάχιστον  μέσα στο οπτικό του πεδίο Τις περισσότερες φορές εμφανιζόταν ξαφνικά μπροστά του, δίπλα του, πίσω του, όχι πάντα ίδια, με παραλλαγές, μεταμφιεσμένη, ενσωματωμένη μέσα στο περιβάλλον πραγματικός χαμαιλέοντας.

Η Πόρτα του με Π κεφαλαίο, η δική του Πόρτα. Άλλοτε την καλούσε, ήθελε να τη δει, να τον ξαφνιάσει, να τον βοηθήσει, να τον τσαντίσει, να τον απελπίσει… Άπιστη, άπιαστη, άμυαλη, πλανεύτρα, πιο σπάνια σοφή και μυαλωμένη. Πόσες φορές προσπάθησε να τον  ξεγελάσει… Όμως εκείνος κατάφερνε πάντα να την εντοπίζει από εκείνο το μικρό βαθούλωμα στο δεξί κάτω μέρος της.Την είχε πληγώσει τότε με τις κλωτσιές του, ήταν  πέντε χρόνων και δεν του άνοιξε να πάει στην ταράτσα που τον περίμενε η Νίκη να δουν μαζί το ηλιοβασίλεμα. Η Νίκη η όμορφη μελαχρινούλα που έμενε στο ρετιρέ. Της είχε υποσχεθεί να την παντρευτεί και η Πόρτα από τη ζήλια της δεν τον άφησε να πάει…

Θυμάται τώρα τη μέρα που την πρωτοείδε. Ήταν 11 μηνών μπουσούλαγε πάνω στα πλακάκια της κουζίνας κυνηγώντας ένα ολοστρόγγυλο μαυριδερό μαμούνι όταν ξαφνικά κουτούλησε πάνω της. Ανακάθισε ξαφνιασμένος  σήκωσε ψηλά το κεφάλι και τότε την είδε… Ψηλή, ολόλευκη, γυαλιστερή, χαμογελαστή. Έφτανε ως το ταβάνι. Τον μάγεψε τόσο που ξέχασε ακόμα και να κλάψει…

Από τότε τον συντρόφευε παντού, στο σχολείο την πρώτη μέρα ήταν εκεί πράσινη φρεσκομπογιατισμένη του έκλεισε το μάτι όταν πέρασε από μπροστά της. Μην σε νοιάζει του είπε εγώ είμαι εδώ.

Στο Ναύπλιο στο αρχοντικό του παππού. Η Πόρτα του ήταν εκεί στην είσοδο ψηλή, ξύλινη με ρόπτρο, μια χάλκινη λιοντοκεφαλή Ξέρεις, του είχε πει, Πέτρο τι έχουν δει εμένα τα μάτια μου…

Το πιο αγαπημένο του γράμμα ήταν το Π. Είχε το σχήμα της, έμαθε να το γράφει και καλλιγραφικά το μικρό και το κεφαλαίο, εκείνο το καπελάκι  στην κορυφή τον δυσκόλεψε στην αρχή αλλά μετά το έκανε τέλειο και καμάρωνε. Ο Πέτρος και η Πόρτα του. Τα δύο Π. Αχώριστοι. Της έλεγε όλα του τα μυστικά κι εκείνη σαν πιο μεγάλη, πιο έμπειρη και πιο ταξιδεμένη  του ΄λεγε  ιστορίες για πόρτες εξωτικές, παραμυθένιες που στόλιζαν στα πέρατα του κόσμου παλάτια μαχαραγιάδων στην Ινδία, κάστρα απόρθητα  σε χώρες της μακρινής Ανατολής, πύλες ξακουστές που αντιστάθηκαν σε βάρβαρους και δεν δείλιασαν μπροστά σε φοβερούς στρατούς. Για απελπισμένους, απαγορευμένους έρωτες  πίσω από σιδερένιες διπλομανταλωμένες πόρτες. Για ανεξιχνίαστα εγκλήματα, που κρατήθηκαν μυστικά μέσα σε κλειστά δωμάτια, σε υγρά μπουντρούμια.

Αργότερα ανακάλυψε παραμύθια με πόρτες μαγεμένες  την Αλίκη στη Χώρα των Θαυμάτων,,. το Σιδηρούν Προσωπείον, τον Κυανοπώγωνα. Σε κάθε παραμύθι υπήρχε πάντα μία πόρτα ,μια πύλη που σε ταξίδευε σε άλλους κόσμους. Το πρώτο πράγμα που πάντα έψαχνε να βρει σε μια ιστορία ήταν η πόρτα και ο ρόλος της. Ήταν ίσως ο μόνος από τους χιλιάδες τα εκατομμύρια αναγνώστες, θεατές, ακροατές που είχε αντιληφθεί ότι η πόρτα πάντα διαδραμάτιζε έναν πρωταγωνιστικό ρόλο σε κάθε ποίημα, μυθιστόρημα σε κάθε έργο θεατρικό, κινηματογραφικό, τηλεοπτικό ραδιοφωνικό και ήταν πολύ περήφανος γι΄ αυτή του την ανακάλυψη.

Όμως γιατί τώρα δεν την βλέπει πουθενά, περπάτησε ήδη πολύ πήγε στην παλιά του γειτονιά, στην πλατεία Αττικής, έψαξε σε όλους τους γύρω δρόμους ,ήταν απ΄τα αγαπημένα τους στέκια, Περγάμου, Αλκαμένους, Μιχαήλ Βόδα, κατέληξε στην οδό Φυλής πέρασε μπροστά απ΄ τα σπίτια με τα κόκκινα φώτα. Σε ένα από αυτά είχε μπει με το ζόρι από τους κολλητούς του που τον έσπρωξαν με γέλια. Η πρώτη του φορά δεν ήθελε να είναι έτσι σιχάθηκε και βγήκε. Η Πόρτα του μισάνοιχτη ήταν εκεί σε ένα διπλανό σπίτι…

Δεν είχε μιλήσει σε κανέναν γι’ αυτήν. Θα τον περνούσαν για τρελό. Μόνο σε εκείνον τον ψυχαναλυτή που του είχε ζητήσει να του ζωγραφίσει πόρτες και παράθυρα πάνω σ’ ένα σπίτι. Εκείνος του ζωγράφισε την Πόρτα του. Μεγάλη ,κλειστή με βαριά κλειδαριά και μεγάλο πόμολο. Ο ψυχαναλυτής τον κοίταξε προσεκτικά, σημείωσε κάτι και του όρισε το επόμενο ραντεβού. Δεν ξαναπήγε.

Στον ύπνο του συχνά έβλεπε πόρτες αλλά ποτέ την Πόρτα του. Μια φορά στις ειδήσεις την είδε στη Συρία μετά από ένα βομβαρδισμό. Μετέφεραν πάνω της ένα ματωμένο κοριτσάκι. Πόσες πόρτες ρημαγμένες απ΄ τον πόλεμο, απ΄ την ειρήνη…

Κι εκείνο το καλοκαίρι στην Κεφαλονιά… περνούσε με το αυτοκίνητο μέσα από ένα έρημο χωριό όταν την είδε να στέκει μόνη της όρθια μπροστά από ένα σωρό ερείπια.Δεν είχε μείνει τίποτα από το σεισμό, μόνο εκείνη έστεκε εκεί παράλογα άθικτη, η Πόρτα του.

Η Πόρτα του είσοδος και έξοδος, ένας διπρόσωπος Ιανός, αρχή,  τέλος, μετάβαση. Η μετάβαση… σε τι όμως και χωρίς αυτή πώς θα τα καταφέρει. Νιώθει να χάνεται, κάθεται σε ένα παγκάκι, δίπλα του κανείς. Πώς χάθηκαν οι ήχοι πώς τα χρώματα εξαϋλώθηκαν, κλείνει τα μάτια τα ξανανοίγει και χαμογελά.

Πώς δεν το είχε προσέξει τόση ώρα; Το λουλακί παράθυρο δίπλα στη ξεχαρβαλωμένη πόρτα. Πέτρος και Παράθυρο. Το δικό του Παράθυρο. Τα δύο Π.

 

Ειρήνη Γαβαλά