«Το πέταγμα της ψυχής»

Ήρθα όταν εσύ ήσουν χαμένη

μέσα σε σκέψεις θανάτου..

Σου ΄δωσα να πιείς

από το κρασί της λησμονιάς,

μήπως και χαθούν οι παραισθήσεις,

αυτές που σε παιδεύουν τη νύχτα

και στριφογυρνάς στο κρεβάτι σου…

Τα μάτια σου βγάζαν φωτιές

από τα καυτά δάκρυα της απουσίας,

τράβηξες μια ρουφηξιά λευκής

ουσίας και θόλωσε πιο πολύ η νύχτα…

Έπιασες το βιβλίο της ζωής στα χέρια σου

εκεί που είχες γραμμένες όλες σου

τις ελπίδες, πήρες ένα ψεύτικο φιλί

από τη σελίδα των αναμνήσεων

και αμέσως μάτωσαν τα χείλη σου.

Έκλεισες το βιβλίο και με τη φλόγα

που σκορπούσαν τα μάτια σου

του έβαλες φωτιά για να καούν

όλα τα ψεύτικα όνειρα που είχες κάνει,

να θαφτούν στην κόλαση μαζί με μια

λάθος αγάπη, μια πόρνη αγάπη…

Κοντεύει να ξημερώσει,

έχεις βγει γυμνή με τα μαλλιά σου ξέμπλεκα,

κάθεσαι πάνω σ ένα βράχο κι αγναντεύεις

το πέλαγος κοιτάς τον ήλιο

που άρχισε να φωτίζει τη μέρα,

αλλά και το μυαλό σου…

Μα ακόμη περιμένεις και κοιτάς

στον ορίζοντα μήπως φανεί το καράβι

με τα χαμένα όνειρά σου…

Αποφάσισα να σου γράψω ένα γράμμα.

Έβγαλα την καρδιά μου απ΄ τα στήθια.

Την τρύπησα μ΄ ένα δίκοπο μαχαίρι

και με το μαχαίρι άρχισα να γράφω…

Είχα τόσα που ήθελα να σου πω,

μα τελείωσε το αίμα από την καρδιά

και το γράμμα έμεινε μισό…

Τώρα απέμεινε στο χώμα πάνω ένα

νεκρό σώμα που είχε μεταμορφωθεί

σε σκόνη και αλμύρα, σκόνη από

τη σάρκα μου και αλμύρα από

το δάκρυ μου…

Έστειλα την ψυχή μου στην ανατολή

να προϋπαντήσει τον ήλιο..

Μαύρα σύννεφα όμως τον σκέπασαν

κι έχασε το δρόμο της η ψυχή…

Έπιασε καταιγίδα και η ψυχή μου

τρελοπετούσε μέσα στους κεραυνούς

που έριχνε το βλέμμα σου…

Εσύ έστειλες την καταιγίδα να κρύψει

το φως να μη δω που τώρα κοιτούσες

τον Θάνατο…

Πως κυλάει και φεύγει ο χρόνος,

πόσες και πόσες ψυχές ανεβαίνουν

στον ουρανό, φτιάχνοντας μια τεράστια

αλυσίδα από άστρα που λάμπουν μέσα

στο ουράνιο στερέωμα…

Εγώ εδώ μόνος, ακόμα σκέφτομαι εκείνη

τη νύχτα του χωρισμού, τότε που

χάθηκε τη γέλιο από τα χείλη μου

με τη φυγή σου…

Λένε για τον Θάνατο, αλήθεια τι είναι

ο Θάνατος μπροστά στην απουσία σου…

Θλιμμένα μάτια, βλέμμα θολό ναρκωμένο,

σαν να σε κοιτούν του Άδη τα μάτια

είναι το δικό μου βλέμμα πάνω

στον καθρέφτη…

Ψάχνω-ψάχνω ψηλά στον ουρανό, μήπως

και δω κάποιο αστέρι με τ όνομα σου

μάταια δεν φαίνεται τίποτα…

Κλείνω τα φτερά μου στέκομαι

να αιωρούμαι στο κενό περιμένοντας

ένα κάλεσμα για να πετάξω κοντά σου…

Βλέπω μια σκάλα φωτεινή που οδηγεί

ψηλά στον ουρανό λέω να την ακολουθήσω

μήπως και με φέρει κοντά σου.

Δεν ξέρεις πόσο υποφέρω που δεν

μπορώ να σ αγγίξω.

Έφυγες και μου άφησες να θυμάμαι

όλες τις στιγμές που ζήσαμε μαζί

και να πνίγομαι μέσα στις αναμνήσεις,

δημιουργίες έρωτα και αγάπης

βγαλμένες απ΄ ευθείας μέσα από την καρδιά,

ποιός και που θα μπορούσε να βρει

κάτι πιο δυνατό να προβάλλει.

Μόνο εμείς ζωγραφίζαμε ατέλειωτες ώρες,

λέξεις-λέξεις-λέξεις, εθισμού ευαισθησιών

και πνευματικής ένωσης σώματος και ψυχής

μαζί, συνταυτισμός σκέψεων.

Ένας κρίκος δικός μου, ένας κρίκος δικός σου

και να μια αλυσίδα που μας έδενε.

Έφυγες όμως, τώρα μες τα όνειρα μου

εμφανίζεσαι, πάντα μετά από δυνατές λάμψεις

ξεπροβάλλεις, μέσα από φως που σκορπά

χιλιάδες χρώματα, τότε χάνομαι σε κάτι όνειρα

και μοιάζω να ζω μέσα σε μαγικούς καθρέφτες,

να πρωταγωνιστώ μαζί σου σ ερωτικά παιχνίδια

επιβίωσης της αγάπης, που είμαι εγώ πάντα

ο χαμένος, μετά όμως ξεκινά ένας πόλεμος

και τότε είσαι εσύ η χαμένη,

μαζί με τη φυγή σου σβήνουν και όλα

τα χρώματα και μένει μόνο το μαύρο.

Τώρα έχει σκοτεινιάσει ο ουρανός και

οι λάμψεις μεταφέρονται ψηλά,

είναι σαν ν΄ αναβοσβήνουν άστρα

δημιουργώντας μια μουσική, σαν πολυφωνική

ουράνια μελωδία που αγγίζει ψυχές,

εκτοξεύοντας ήχους που όταν τους ακούς

σε συνεπαίρνουν.

Και επανέρχεται ξανά το όνειρο,

σε κρατώ απ το χέρι και βαδίζουμε μαζί

μέσα σε ερώτων δρόμους σε πλακιώτικα στενά

με αρχαίους Θεούς, ρήτορες, ποιητές,

που το πνεύμα τους υπάρχει ακόμα εδώ

και ξεπροβάλει η αύρα τους από παντού.

Ονειροταξιδεύματα, βαδίζουμε στο χωροχρόνο

σε κοιτώ στα μάτια και με πλημμυρίζει η άνοιξη,

βγάζω στίχους από την καρδιά μου και κάνω

τ όνομα σου τραγούδι να το ταξιδεύω

μέσα από τις πύλες των ματιών σου,

στην καρδιά σου για να ριζώσουν

τα λόγια μου, να κυκλοφορήσουν μέσα

στο αίμα σου και να μεθύσεις.

Μα τα όνειρα αγάπη μου σβήνουνε

πριν τελειώσουν, χάνεσαι κι εσύ,

σαν το καλοκαίρι που μας αποχαιρετά

μετά από την πρώτη βροχή του φθινοπώρου.

Μα να το ξέρεις σε όποια διάσταση

κι αν βρεθείς εγώ θα βρίσκομαι πλάι σου

ταξιδευτής του ονείρου και της αγάπης..

Στις κορυφές του Ολύμπου, στην κατοικία

των Θεών, σε θρόνο μαρμάρινο έχω σμιλεύσει   

τ όνομα σου, έλα σε προσμένω στέλνω

την αγάπη μου να σε βρει και να ξέρεις

πως η αγάπη είναι σαν τον άνεμο

κι όπου την στέλνεις πάει για να σου φέρει

τα φιλιά αυτά που της έχεις δοσμένα,

μαζί με τα φτερά του έρωτα για να

τα φορέσεις και να ΄ρθεις ξανά κοντά σε μένα.

Η νύχτα άρχισε να γίνεται πιο φωτεινή,

θέλω να ξεφύγω να βγω στους μεγάλους δρόμους,

να τρέξω να προλάβω την αυγή

μα το φεγγάρι πάντα με ακολουθεί,

και η νύχτα αργεί να χαθεί.

Δημιουργεί σκιές μες το μυαλό μου και θολώνει

ο ουρανός, τ αστέρια που είχες μαζέψει για

να πλέξεις το στερνό αντίο χάθηκαν,

κρύφτηκες τώρα στης ψυχής σου τα σκοτάδια

και οι λέξεις της καρδιάς μου έγιναν

άνθη σκόρπια για να στολίσουν με πίκρα,

όλες τις χαμένες μας στιγμές.

Συνεχίζω να τρέχω να προλάβω την αυγή,

τρέχω να προλάβω το αδύνατο, να βρεθώ μεταξύ

ζωής και θανάτου τη στιγμή που αφήνει

η ψυχή το σώμα για να πετάξει.

Ίσως τότε μπορέσω να σ αγκαλιάσω..

Μα αδύναμος ο άνθρωπος, φρούδες οι σκέψεις του

που είναι αδύνατο να πραγματοποιηθούν,

η φύσης δεν το επιτρέπει.

Αλλά υπάρχει η φαντασία αυτή που κάνει ότι θέλει

μέχρι και την ανάσταση προκαλεί.

Σ αυτή μέσα θα μπω και θα κυλιστώ, να ζωντανέψουν

όλες οι αναμνήσεις μας μαζί με το σ αγαπώ,

που έχω να το πω από τότε που έφυγες.

Τώρα στα μάτια μου εικόνες ξαναζούν, θυμάσαι;

που βαδίζαμε μαζί δίπλα στις γραμμές του τρένου

σε κράταγα από το χέρι ενώ η βροχή έπεφτε

στο πρόσωπο σου, τρέχαμε να προλάβουμε το χρόνο

και να φτάσουμε πρώτοι στη ρίζα του ουράνιου

τόξου να σκαρφαλωσουμε πάνω στα χρώματα για να

ανέβουμε ψηλά στον ουρανό πριν μας προλάβει

ο Θάνατος. Μα μακρύς ο δρόμος της φαντασίας

και μας πρόφτασε η νύχτα κι έσβησε από τον ουρανό

το Ουράνιο τόξο και τότε μας πρόλαβε ο Θάνατος..

Έφυγες και μαζί σου χάθηκε και η αγάπη,

νιώθω σαν να βρίσκομαι κρεμασμένος από μια κλωστή

και αιωρούμαι στο διάστημα μη έχοντας που να πιαστώ.

Διαβάζω όλα τα ποιήματα σου, όλα παιδιά της αγάπης

που τώρα έχουν μείνει ορφανά.

Περασμένα μεσάνυχτα τα μάτια μου κλείνουν,

και εμφανίζεσαι στον ύπνο μου, παίρνεις στα χέρια σου

τα χαρτιά με τους στίχους που έχεις γράψει

και μου τα διαβάζεις..

Χαμένες λέξεις που κρύφτηκαν σε δυο κόκκινα χείλη,

και θάφτηκαν μέσα σε μια πληγωμένη καρδιά.

Προσπάθησες να τις βγάλεις με ποίημα ψυχής,

μα βγήκε αίμα, πράσινο αίμα, από της φύσης τις πληγές.

μετά διάβασες για την αγάπη που είχε χαθεί,

Τότε βγήκε κόκκινο καυτό το αίμα κι έβαψε όλες μας

τις αναμνήσεις

Σταμάτησες ανήμπορη να συνεχίσεις, με το δάκρυ σου

να έχει ποτίσει με πίκρα, τις σελίδες

με τα ποιήματα σου.

Σειρά μου τώρα, διαβάζοντας ακολουθώ με σκοπό

να γιατρέψω τις πληγές της καρδίας σου,

μα απ το στόμα μου δεν βγαίνει ούτε ένας ήχος,

κάτι με πνίγει κλείνω το βιβλίο της πνευματικής μας

συνεύρεσης και ρίχνω στα θάλασσα το ερωτόλεξο

μιας χαμένης αγάπης.

Αντίο όνειρο…

Παντελής Βέλκος


Παντελής Βέλκος (Ποιητής) – Βιογραφία