«Το παιχνίδι της ζωής και του θανάτου στην ποίηση του Ελύτη» από Γιώργο Αναγνωστόπουλο

 

Στην ποίηση του Ελύτη, όπως πολύ σωστά αναφέρει ο δοκιμιογράφος Γιάννης Κυριακάκος στο έργο του «Ποίηση και Έρως Ποιήσεως» κυριαρχεί η βαθειά αίσθηση του τοπίου, όπως ακριβώς στο Σεφέρη κυριαρχεί η βαθιά αίσθηση της αφής. Γι’ αυτό και δικαίως ονομάστηκε ποιητής του αιγιακού, κατά κύριο λόγο, τοπίου. Όταν όμως μιλάμε για τοπία και τις εναλλαγές τους, μέσα από τους περιοδικούς κύκλους των εποχών, στην ουσία μιλάμε για το χρόνο που έρχεται με τη μορφή της ύλης και άρα μιλάμε για το παιχνίδι της ζωής και του θανάτου που φέρει αυτή η εναλλαγή. Ας δούμε όμως ένα ποίημά του:

  ΛΑΚΩΝΙΚΟΝ

Ο καημός του θανάτου τόσο με πυρπόλησε
που η λάμψη μου επέστρεψε στον ήλιο.
Κείνος με πέμπει τώρα μέσα στην τέλεια σύνταξη
 της πέτρας και του αιθέρος.
Λοιπόν, αυτός που γύρευα είμαι.
Ω λινό καλοκαίρι, συνετό φθινόπωρο,
χειμώνα ελάχιστε.
Η ζωή καταβάλει τον οβολό του φύλλου της ελιάς
και στη νύχτα μέσα των αφρόνων μ’ ένα μικρό τριζόνι
κατοκυρώνει πάλι το νόμιμο του ανέλπιστου.

Οδυσσέας Ελύτης

                                                             

Η πρώτη αλήθεια για τον ποιητή είναι ο θάνατος. Η  βαθιά συνείδηση της εναλλαγής της ζωής και του θανάτου κάνουν τον ποιητή εξ ορισμού ένα ον τραγικό.         

«Ο καημός του θανάτου τόσο με πυρπόλησε
που η λάμψη μου επέστρεψε στον ήλιο».

 Εκεί όπου συναντώνται ο Άδης και ο Ήλιος, το φως με το σκοτάδι, στα σύνορα των αντιθέτων, η λάμψη και η ενορατική διαύγεια του ποιητή επιστρέφει στην σωτήρια γνώση της αρχικής τους πηγής. Μίας πηγής που τον οδηγεί στην τέλεια τάξη του κόσμου, στην ανακάλυψη του ίδιου του τού εαυτού.  

«Κείνος με πέμπει τώρα μέσα στην τέλεια σύνταξη
της πέτρας και του αιθέρος.
Λοιπόν, αυτός που γύρευα είμαι».

 Αισθάνεται λοιπόν ο Ελύτης ως πρώτη αλήθεια το θάνατο. Το θάνατο που από μέσα του ξεπηδάει η ζωή. Μόνο όταν αντιληφθούμε αυτή την τραγικότητα διάχυτη στο έργο του,  θα κατανοήσουμε την αέναη κίνηση, που είναι το συνεχές τραγούδι της ευδαιμονίας του χρώματος και του τοπίου.

«Ω λινό καλοκαίρι, συνετό φθινόπωρο,
Χειμώνα ελάχιστε,
Η ζωή καταβάλει τον οβολό του φύλλου της ελιάς
και στη νύχτα μέσα των αφρόνων μ’ ένα μικρό τριζόνι
κατοκυρώνει πάλι το νόμιμο του ανέλπιστου».

 Η θέαση, η ματιά , το βλέμμα, η απόλαυση της εικόνας, είναι μία περιπέτεια του ποιητή στο χώρο και στο χρόνο. Μέσα σε αυτά τα δύο πρώτα δεδομένα του τοπίου και του χρόνου, ο πάντα αισιόδοξος Ελύτης διαλέγεται με το θάνατο.

Οι στίχοι του Ελύτη είναι μουσικές και όχι διανοητικές σκέψεις, είναι δηλαδή αρμονία που εκφράζεται με το πνεύμα. Την μουσική την αισθάνεσαι δεν την καταλαβαίνεις, την απολαμβάνεις δεν τη γνωρίζεις. Πρόκειται για έμπνευση που έρχεται από την άβυσσο της ψυχής και όχι από τις μετρήσεις της ψυχρής λογικής.

Πως γράφεται η ποίηση του Ελύτη; Μας το λέει ο ίδιος: με την Καρδιά!  

«με μια ματιά πλατιά ο κόσμος ξαναγίνεται όμορφος στα μέτρα της καρδιάς».

Και για να γίνει αυτό θα πρέπει ν’ απελευθερωθεί το μυαλό από τους συνειδητούς ελέγχους και τους λογικούς περιορισμούς που γίνονται εμπόδιο στο δημιουργικό άλμα που οδηγεί στην έμπνευση, όταν αυτή έρχεται αιφνίδια και απροειδοποίητα. Η ποίηση είναι θαύμα, όχι νόημα. Η πραγματική ποίηση είναι αθωότητα. Ιδού τι μας λέει ο ίδιος ο ποιητής:

«Τα όπλα μου είναι η ομορφιά και η αθωότητα.
Και προτείνω ένα τρόπο ζωής που για να σταθεί, να μην έχει ανάγκη από υποσημειώσεις.
Το είχα πει και παλαιότερα θεωρώ την ποίηση ως μία πηγή αθωότητας γεμάτη από επαναστατικές δυνάμεις.
Μ’ αυτήν αγωνίζομαι. Η ομορφιά και η αθωότητα έχουν μεγάλη δύναμη».

Γιώργος Αναγνωστόπουλος

Γιώργος Αναγνωστόπουλος (Συγγραφέας) – Βιογραφία