«Το Παραλήρημα ενός Τρελού»

 

 

Ράμφη μεταλλικά.

Από κάτω, τα πρόσωπά τους αγριεμένα και το κρασί τους στυφό.

Ανέτρεξα σε σημειώσεις μου παλιές, κάτω από το ημίφως της μελαγχολίας,

για να ενθυμηθώ τον ήλιο

και το σώμα χάραξα με το λεπίδι των στεναγμών μου,

για να ενθυμηθώ τη ζωή και το κόκκινο των παλιών γλεντιών μου.

Το κρασί που με οδήγησε στον παράδεισο, ήταν η κόλαση μου

και η συνείδηση που με συνόδευσε στην κόλαση,

ήταν το κλειδί για τον παράδεισό μου.

Πάντα ο δρόμος ήταν άγνωστος και πάντα το έδαφος άγριο και τραχύ.

Το σώμα μου δεν το όριζα και οι επιθυμίες που με κατοικούσαν,

ήταν ιδέες ανήθικες και η τόλμη μου εφηβική,

έξω από τις πιθανές επαναστάσεις της αρετής.

Λάτρευα να αυτοαναιρούμαι, να γιατρεύομαι μετά από πόνο οξύ,

να αναθεωρώ με την ευκολία ενός άβγαλτου παιδιού

τις θρησκευτικές μου πεποιθήσεις, τους έρωτες, τις κρίσεις και την ιστορία.

Ήμουν ένας αμφισβητίας.

Έσχιζα από το νυχτερινό ουρανό τη σελήνη και στη θέση της κάρφωνα ένα

λερωμένο μου πουκάμισο.

Και το παρατηρούσα ως το ξημέρωμα.

Σιωπούσα ώρα πολλή και όταν όλα γύρω μου ηρεμούσαν,

γκρέμιζα την τάξη και την γαλήνη με μία αδυσώπητη κραυγή.

Γάβγιζα προκλητικά σαν τον σκύλο πίσω από τα περίτεχνα φορέματα των γυναικών

και έπνιγα την ποίηση μέσα στην άβυσσο των δακρύων μου.

Ποτάμι σκοτεινό.

Από πού πηγάζει τόση αμφιβολία;

Όλα ήταν ένα παιχνίδι για μένα.

Ακόμα και η επιβίωση.

Και όταν πεινούσα πραγματικά και κανείς δεν μου πρόσφερε ελεημοσύνη,

ήμουν έτοιμος χάριν ευκολίας, δίχως τύψεις, να πουλήσω τη φύση μου,

ένα δέντρο, ένα σύννεφο, μια καλά κρυμμένη αλήθεια, ένα ξένο κλεμμένο παλτό,

να ξεπουλήσω την θρησκεία μου, την ηθική, την συνείδηση,

να δολοφονήσω έναν αθώο,

μόνο και μόνο για δυο-τρεις επιπλέον ημέρες επιβίωσης.

Ήμουν ένα αγρίμι.

Η ματαιότητα δεν υπάρχει, σκεφτόμουν.

Κάθε βήμα είναι μία καινούργια εφεύρεση,

μία ανακάλυψη προς έναν άγνωστο προορισμό.

Είτε είναι μπροστά, είτε πίσω, είτε ψηλότερα είτε δυο μέτρα βαθύτερα στο χώμα.

Σε αυτούς που δολοφονώ είμαι βέβαιος πως προσφέρω λύτρωση

και όσοι μένουν ζωντανοί, από εμένα δεν θα ξεφύγουν.

Τα χέρια μου είναι οι δείκτες του χρόνου, ψιθύριζα τις νύχτες.

Το πρωί αρνούμουν να ξυπνήσω, ενώ τα βράδια πάσχιζα να μην κοιμηθώ.

Ένας αέναος κύκλος αντιφάσεων, ψευδαισθήσεων και τρέλας.

Όμως για πρώτη φορά αυτόν τον καιρό,

εφευρίσκω λόγους για τους οποίους αξίζει να γίνει η αιωνιότητα πράξη

και νόημα να αποκτήσει η τόση μοναξιά.

Και ακούστε προσεκτικά που κατέληξα.

Πως η αιωνιότητα είναι μία μονάχα στιγμή ευτυχίας τέτοια,

που το μέγεθος της ξεπερνά σε ύψος τη μεγαλοψυχία του Θεού.

Μια στιγμή σαν εκείνη που μία άγνωστη σου βαστά μες στις δυο παλάμες της το χέρι

και σου δείχνει μία τρυφερότητα που δεν είχες μέχρι τότε φανταστεί.

Ή ένας κήπος φανταστικός, κάπου επάνω σε ένα αόρατο βουνό, στην κορυφή μιας

ψευδαίσθησης.

Ή τελικά ένα χαμόγελο με ειλικρίνεια χαρισμένο,

ή η ανακάλυψη ενός χρώματος που κάνεις δεν γνώριζε ως τότε τη μουσική του.

Έτσι αποφάσισα αλλάζοντας διαδρομή, να κατοχυρώσω την ύπαρξή μου στον

καταστατικό χάρτη των μεγάλων εφευρέσεων.

Ή τουλάχιστον να γίνω μάρτυρας μιας αιώνιας αλήθειας που θα με περιέχει.

Ή να ανατραπώ και να ομολογήσω εν τέλει την άγνοια μου.

Μα ναι! Αυτό θα κάνω.

Δεν είναι όλα αυτά μία αρχή;

Η αρχή για την ανακάλυψη μιας προσωπικής αιωνιότητας;

Βασίλης Κοκκώνης

 

Βασίλης Κοκκώνης (Ποιητής, Ζωγράφος, Γλύπτης, Κριτικός θεάτρου) – Βιογραφικό