«Που λες»  

 

Ήτανε κάποτε, που λες

ένας από τους ποιητές

που έφτιαχνε λέξεις μαγικές

για να πλανέψει τις καρδιές.

 

‘Έτυχε κι άκουσε,  που λες

κάποια πριγκίπισσα απ αυτές

και τις γλυκάνανε τα αυτιά

και μέλι έσταξε η καρδιά.

 

Έτσι η Πριγκίπισσα που λες,

δική του σκλάβα τις νυχτιές,

έμενε πάντοτε πιστή

άλαλη όμως και τυφλή.

 

Ώσπου μια μέρα ξαφνικά

φεύγει σαν κλέφτης στα κρυφά

και η Πριγκίπισσα που λες

ρίχνει κατάρες μα και ευχές.

 

‘Ηρθε και γέρασε,  που λες

κι όλες τις νέες, τις μικρές

φωνάζει ύστατη φορά

να ορμηνεύσει μια φορά.

 

‘’ Ποτέ σας κόρες μου καλές

μην αγαπάτε Ποιητές

ήταν και θα ναι σαν Βοριάς

στα σκαλοπάτια της καρδιάς.

 

Γιατί που λες οι Ποιητές

είναι στις λέξεις Εραστές

κι αν σε πληγώσουνε πολύ

δεν φταίνε ούτε και αυτοί.

 

Είναι δοσμένοι κάπου αλλού

απ την στιγμή που γεννηθούν

είναι σαν σύννεφο χρυσό

που σου χρυσώνει το μυαλό.

 

Κλείνει τα μάτια ξεψυχά

και ενώ την κλαίγαν γοερά

εφάνει τότε ο Ποιητής

και μπρος στην κλίνη της μιλά…

 

‘’ Εσύ αφέντρα και κυρά

του κόσμου όλου ομορφιά ,

ήσουν για μένανε η γη

που το λουλούδι γεννηθεί.

 

Μες στη δική μου την πνοή

πνοή μου φύσηξες καυτή

κι οι λέξεις μέσα στο μυαλό

χορό εστήσανε τρελό.

 

Έπρεπε τότε να στο πω…

πως από πριν να γεννηθώ

είχα στις λέξεις αφεθεί

από την πρώτη μου στιγμή.

 

Άμε λοιπόν προς το καλό

και γω για σε θα ευχηθώ

αν τύχει πάλι γεννηθείς

να μαι εγώ που θα σε βρώ ‘’.

 

Είπε και έφυγε ξανά

με δρόμο πια το πουθενά

και μες στις λέξεις να χαθεί

ώσπου κ εκείνος μαραθεί.

 

Θεέ μου μην τύχει και εγώ

από τις λέξεις πλανηθώ ,

δική μου να  ́ναι η καρδιά

κι όχι σε Δύση και Βορρά.

 

 Χριστίνα Γαλιάνδρα