«Εσύ»

Εσύ, που ξυπνάς ένα πρωί και δεν θυμάσαι το όνομά σου,
που o σύντροφος στο κρεβάτι δίπλα σου,
δεν σου θυμίζει τίποτα που θα ήθελες να θυμάσαι,

εσύ, που ξέχασες τα ονόματα των παιδιών σου
και τον σκοπό που τα γέννησες,
που η ψυχή σου φωνάζει πως μυρίζει μπαρούτι,
μα παραδόξως δεν έμαθες ποτέ σου να κρατάς όπλο,

εσύ, που τα σημάδια της ύπαρξής σου χαράζονται καθημερινά στο πιο άγονο έδαφος,
που κρατάς στα χέρια σου το μέλλον,
δίχως ποτέ να το κατανοήσεις στο παρόν,

εσύ, που αναλώνεσαι καθημερινά,
διεκδικώντας μόνο μια παράταση ζωής,
που γνώρισες από τη γέννησή σου,
μόνο την προκατασκευασμένη αλήθεια,

εσύ, που παραπατάς στα κουφάρια των συντρόφων σου,
δίχως κουράγιο να τους σκάψεις τον τάφο,

εσύ, που φοβάσαι να σκεφτείς καθαρά,
μήπως αντιληφθείς τη ζωή που σου προσφέρουν,
μιας και η φωνή της συνείδησής σου πηγάζει από το κατεστημένο,

εσύ, που κοιτάζεις το νυχτερινό ουρανό και απορείς,
γιατί δεν ήξερες, δεν γνώριζες ότι υπάρχουν αστέρια,

εσύ, που ξέχασες να προσμένεις,
γιατί δεν έχεις πια σε τίποτε άλλο να ελπίζεις,
που ξέχασες να πιστεύεις σ’ εσένα,
γιατί πολύ απλά δεν υπάρχεις, δύστυχε φίλε,

εσύ, που βάφτισες την ψυχή σου κέρδος,
γιατί δεν μπόρεσες να σκεφτείς για αυτή καλύτερο όνομα,
που διεκδικείς διακαώς ένα κομμάτι ουρανό,
χωρίς να γνωρίζεις καν το χρώμα του,

εσύ, που αναζητάς τη δύναμη να φωνάξεις,
μα η θηλιά στο λαιμό σου είναι σφιχτή,
που αγκαλιάζεις γοερά το θάνατο
και εύχεσαι η αγκαλιά αυτή να κρατήσει για πάντα,

εσύ, που απολαμβάνεις την ελευθερία σου
στο κελί μιας ανθοστολισμένης φυλακής,
που πιστεύεις σε αυτούς που βροντοφωνάζουν «μην πιστεύεις»,

εσύ, που μαρτυρικά υπομένεις τη συνέχεια ενός έργου,
που φαίνεται να γνωρίζεις την ατυχή του κατάληξη,

εσύ, που ζητάς απεγνωσμένα μια πατρίδα
και τη βρίσκεις τελικά βαθειά, κάτω απ’ το χώμα,
που ζητάς την αναγνώριση
και τη βρίσκεις «μετά θάνατον»,

εσύ, που χάθηκες χτυπημένος απ’ τις ριπές
της διαστρέβλωσης της Ιστορίας,
σε μια πατρίδα που έζησες αιώνες
και την έχασες σε λίγες στιγμές,

εσύ, που κοιμήθηκες
και αποφάσισες σε ένδειξη διαμαρτυρίας να μην ξυπνήσεις ποτέ,

εσύ, φίλε μου πιστέ και κοσμοκράτορα,
που μεσολαβείς ακόμα και στη σχέση που έχουν
τα πλεμόνια μου με τ’ οξυγόνο,
στη σχέση μου με τη γυναίκα μου, με το παιδί μου,
με την μάνα, τον πατέρα και τ’ αδέλφια μου,
με τους ανθρώπους που πίστεψα και αγάπησα,
στη σχέση μου με το Θεό, τ’ όνειρο,
στη σχέση μου με την ψυχή μου…, γνώριζε τούτο!
Ότι δεν θα επιτρέψω να τελειώσει έτσι αυτή η ΙΣΤΟΡΙΑ.

Βασίλης Κοκκώνης

 

Βασίλης Κοκκώνης (Ποιητής, Ζωγράφος, Γλύπτης, Κριτικός θεάτρου) – Βιογραφία