Παναγιώτης Σπανός – Αποχαιρετούμε τον Μίκη μας…
“Μίκη, ορφανέψαμε…“
Μίκη, ορφανέψαμε…
Ο Μίκης Θεοδωράκης χαρακτηρίστηκε ο τελευταίος οικουμενικός Έλληνας. δικαίως, διότι δεν υπάρχει άλλος μετά απ’ αυτόν να δικαιούται τον συγκεκριμένο τίτλο. Βγαλμένος, θαρρείς, μέσα από τις ωραιότερες αλλά και από τις τραγικότερες στιγμές του Έθνους που τόσο μοναδικά ύμνησε, χωρίς να είναι ο μόνος. υπήρξε, ωστόσο, αξεπέραστος.
Ο μύθος του Μίκη Θεοδωράκη φτιάχτηκε από υλικά τίμια, ταπεινά και αγνά, δηλαδή γήινα. Πολυμήχανος σαν τον Οδυσσέα, χαλκέντερος, πεισματάρης, δάσκαλος, αληθινός πατριώτης βγαλμένος από τη στόφα εκείνης της Αριστεράς που πάλεψε για τα χώματα και τις πεζούλες όπως έλεγε κι ο πρωτοκαπετάνιος του Ε.Λ.Α.Σ., ο Άρης Βελουχιώτης. «Όλοι οι “μεγάλοι” ήταν κάποτε παιδιά, μα μόνο ελάχιστοι από αυτούς το θυμούνται», γράφει στον «Μικρό Πρίγκιπα» ο Antoine de Saint–Exupéry κι ο Μίκης Θεοδωράκης, που όλοι το λένε ότι είχε καρδιά μικρού παιδιού παρά το τεράστιο μέγεθός του, υπήρξε η εξαίρεση που επιβεβαιώνει τον «κανόνα» του μεγάλου Γάλλου συγγραφέα.
Άνοιγε τα τεράστια χέρια του για να διευθύνει την ορχήστρα και νόμιζες ότι αγκαλιάζει τους μουσικούς μα και το κοινό που ρουφούσε αχόρταγα κι ενθουσιωδώς κάθε νότα, κάθε λέξη από τον ποιητικό λόγο που ο Μίκης μελοποίησε. Και ο ίδιος συμμετείχε ως δρων υποκείμενο, τραγουδώντας ό,τι μελοποίησε, συνεπαρμένος από τη μέθεξη της συνεύρεσης με τους μουσικούς και το κοινό του!
Δείτε το παρακάτω βίντεο από τις συναυλίες μετά την πτώση της χούντας (σ.σ.: από την ταινία «Τα τραγούδια της φωτιάς» του Νίκου Κούνδουρου) και θα καταλάβετε. Ο μισός Μίκης να βρίσκεται προς την πολυμελή ορχήστρα κι ο άλλος μισός να διευθύνει το κοινό των παραληρούντων μυρίων, και ταυτόχρονα να γίνεται για μια ακόμη φορά ο πνευματικός ηγέτης ενός ολόκληρου λαού που γιορτάζει μια Μεταπολίτευση η οποία εν τέλει δεν έδωσε τη χούντα στον λαό.
Τα πάθη (και τα λάθη) μιας ολόκληρης εποχής βρήκαν στο πρόσωπο του Μίκη Θεοδωράκη -και στην τεράστια καρδιά του- τον απόλυτο εκφραστή τους μέσα από τη μουσική. Η Ελλάδα του έπους του ’40 και της Εθνικής Αντίστασης, η Ελλάδα των Δεκεμβριανών και του Εμφυλίου Πολέμου, η μετεμφυλιακή Ελλάδα του Πιουριφόι, του Παπάγου και των στρατοκρατών του ΙΔΕΑ που έβαλαν στην απομόνωση το ένα τρίτο της κοινωνίας, η Ελλάδα των μηχανορραφιών του Παλατιού και της Αποστασίας, της CIA και του υπερσυντηρητικού καθεστώτος του Ψυχρού Πολέμου που οδήγησε στο αίσχος της 21ης Απριλίου του 1967 και στην απόλυτη (και ατιμώρητη) προδοσία της Κύπρου, το 1974, μα και η Ελλάδα της Μεταπολίτευσης, της πολιτιστικής αφυδάτωσης και της μνημονιακής περιπέτειας, βρίσκονται στο έργο του αξεπέραστου μουσουργού.
Βρίσκω πολύ ενδιαφέρουσα εκείνη τη σύγχρονη προσέγγιση που λέει ότι «μας έλαχε να ζούμε σ’ έναν τόπο που γέννησε και γεννάει περισσότερη Ιστορία απ’ όση μπορεί να θρέψει». Οι νεοέλληνες πορευόμαστε για χρόνια σαν να μας πλακώνει βαριά η σκιά της Ιστορίας μας, όμως η παρουσία του Μίκη Θεοδωράκη ήταν μια σταθερά για όλους μας, μια φωνή αφύπνισης ακόμα κι όταν αυτά που έλεγε ήταν ασύμβατα με το τεράστιο παρελθόν του. Κάθε παρέμβασή του είχε το ειδικό βάρος ενός ανθρώπου που έζησε μέσα στην (σύγχρονη) Ιστορία του τόπου. Ιστορικά υποκείμενα σαν τον Μίκη Θεοδωράκη έριξαν πολύ νερό στον μύλο της Ιστορίας μα «για να γυρίσει ο ήλιος θέλει δουλειά πολλή», κι ένας Μίκης δεν είναι αρκετός όσο στιβαρός κι αν υπήρξε. Ακόμα κι η ενσωμάτωσή του ήταν μια δύσκολη υπόθεση για τον ίδιο, άλλο τόσο και ιστορική απόφαση και στάση.
Υπήρξαμε τυχεροί και συνάμα άτυχοι που συναπαντήσαμε τον Μίκη Θεοδωράκη σ’ αυτή τη ζωή, μέσα από το πολυσχιδές έργο του και τον πολυκύμαντο βίο του. Τυχεροί γιατί μεγαλώσαμε με τις μελωδίες του και μάθαμε απ’ αυτές Ιστορία, Μουσική και Ποίηση. Άτυχοι γιατί ο πρωτομάστορας Θεός του Ελύτη δεν αξίωσε τις γενιές μας, ως επί το πλείστον κατοπινές του Θεοδωράκη, του Χατζιδάκι, του Ξαρχάκου, του Λοΐζου, του Λεοντή, του Ρίτσου, του Ελύτη, του Γκάτσου, του Σεφέρη, του Ελευθερίου, του Λευτέρη Παπαδόπουλου και τόσων άλλων σπουδαίων της μουσικής και του λόγου, να ζήσουν μέσα στην Ιστορία αλλά στο περιθώριό της, σ’ ένα υπαρξιακό μεταίχμιο όπου κυριάρχησαν άλλες αξίες και στάσεις ζωής.
Τώρα τι απομένει; Ποιους άραγε αφορά σήμερα η προτροπή του Μίκη «…να σηκωθούμε λίγο ψηλότερα»; Θαρρώ ελάχιστους -και πως ν’ αλλάξουν οι λίγοι τον ρου της Ιστορίας στους σκοτεινούς χρόνους που ζούμε; Η εποχή δεν προσφέρεται για… ηρωισμούς, ούτε «γεννάει» ήρωες. Ο χυλός της παγκοσμιοποίησης «καταπίνει» ιδέες, έργα, πρόσωπα. Δεν υπάρχει εναλλακτική λένε οι επαΐοντες γράφοντας έτσι τον επίλογο στην τραγωδία του σύγχρονου ανθρώπου! Η -κατά Κατσαρό– «ξηρασία του μέλλοντος» είναι ήδη εδώ.
Ο χαμός του Μίκη Θεοδωράκη είναι -δυστυχώς- ο τελευταίος ξεσηκωμός μας έστω και βουβός. Μετά το τριήμερο λαϊκό προσκύνημα, την εξόδιο ακολουθία στη Μητρόπολη των Αθηνών και την ταφή του στα Χανιά, θα επιστρέψουμε στην πεζή καθημερινότητα της ακρίβειας και της επιβίωσης, κλεισμένος ο καθένας μας στο καβούκι του.
Εν τέλει, ας το πούμε όσο πιο ξεκάθαρα γίνεται: Ο θάνατος του Μίκη Θεοδωράκη σφραγίζει το πιο μεγάλο, το πιο αδυσώπητο, το πιο τραγικό τέλος. Έθνος δίχως πολιτισμό δεν υφίσταται…
Υ.Γ.: Αφορμή για τούτο το κείμενο στάθηκαν οι αναρτήσεις δύο καλών φίλων στο Facebook. Της Δέσποινας Καραπά με το απόφθεγμα του Antoine de Saint–Exupéry και του γνωστού συγγραφέα Διονύση Μαρίνου με τη διαπιστωτική προσέγγιση για την Ιστορία του τόπου μας. Τους οφείλω τις ευχαριστίες μου για την έμπνευση που μου προσέφεραν!