Ο Βασιλιάς κι η μάχη με τα χρώματα – Γιάννης Καλαϊτζάκης
– Βασιλιά το κάστρο μας το κυρίεψαν οι εχθροί μας. Πρέπει να φύγετε. Σας περιμένουμε από την κρυφή πύλη να ξεφύγετε μαζί μας. Μα τι κάνετε εκεί; Ακόμα ζωγραφίζετε; Βασιλιά μου δεν έχουμε περισσότερο χρόνο. Θα σας κάνουν κομμάτια! Καίνε τα πάντα στο πέρασμα τους. Σε περιμένουμε στο μυστικό πέρασμα από το κάστρο.
Ο Βασιλιάς απαθής κοίταξε τον πιστό στρατηγό του, μετά κοίταζε τον πίνακα που ζωγράφιζε και του απάντησε:
– Όλα είναι ζωγραφιές στρατηγέ. Τους περιμένω. Υπήρξαν ανίκανοι οι πολεμιστές μου, αλλά θα τα βάλω με όλους και όλα. Λες ένας βασιλιάς να μην έχει αξίες; Έμαθα να πολεμάω χωρίς να πολεμάω. Άφησε με να ζωγραφίσω. Φύγετε όλοι σας. Τους περιμένω. Όμως κοίταξε αυτό το πινέλο! Κοίταξε τον καμβά ανόητε! Δεν θα ζωγραφίσω εγώ αλλά οι εχθροί μου. Θα τους μάθω να ζωγραφίζουν! Είναι αργά πλέον. Η πόρτα μου δέχεται τον πολιορκητικό κριό και σε λίγο θα σπάσει. Κρύψου στρατηγέ στο δωμάτιο και θα μάθεις πως πολεμάει ένας βασιλιάς μέχρις εσχάτων! Κρύψου! Απόλαυσε το παιχνίδι του Βασιλιά σου μέχρις εσχάτων.
Η πόρτα έσπασε και οι εχθροί μπήκαν μέσα. Ο βασιλιάς απτόητος κοιτούσε ακόμα τον λευκό καμβά απαθέστατος. Δεν γύρισε να τους κοιτάξει αλλά τους μίλησε.
– Καλησπέρα γενναίοι πολεμιστές. Μην με διακόπτετε. Προσπαθώ να ζωγραφίσω. Πρώτα θα τελειώσω το έργο μου και μετά θα με αποτελειώσετε. Θέλω την φαντασία σας. Βοηθήστε με σας παρακαλώ.
Ένας πολεμιστής τον πλησίασε πολύ κοντά με το σπαθί του και ήταν ο αρχηγός τους. Έβαλε το σπαθί στην καρδιά του βασιλιά, τον τρύπησε ελαφρά, αυτός μάτωσε λίγο αλλά ο βασιλιάς ακλόνητος. Γύρισε και τον κοίταξε και του είπε χαμογελώντας.
– Χμ. Άλικο χρώμα. Έρωτας. Θα ζωγραφίσω δυο όμορφα γυναικεία χείλη. Σε ευχαριστώ για το χρώμα που μου χάρισες αρχηγέ. Περιμένω το επόμενο χτύπημα σου.
Ο αρχηγός εξεπλάγη γιατί αυτά τα χείλη που είχε ζωγραφίσει ο βασιλιάς ήταν ολόιδια με της αγαπημένης του. Σταμάτησε να τον κοιτάζει και έδωσε εντολή κάποιος να τον αποτελειώσει αν είχε την δύναμη. Ένας απλός στρατιώτης πλησίασε και με μίσος κοίταξε τον Βασιλιά. Θα τον αποτελείωνε.
– Στρατιώτη μου τι χρώμα να βάψω τα μάτια σε αυτή την οπτασία;
Ο στρατιώτης παραξενεύτηκε μέσα από τα ψύχραιμα και ήρεμα λόγια του βασιλιά και αυθόρμητα ζήτησε το γαλάζιο. Ο Βασιλιάς του χαμογέλασε και ζωγράφισε δυό μαγευτικά μάτια που θα τα ζήλευαν όλοι οι ζωγράφοι. Ένας ένας οι στρατιώτες περνούσαν θέλοντας να μπήξουν το σπαθί τους στο βασιλιά, όμως κανείς δεν τολμούσε να το πράξει στο τέλος. Κάθε ερώτηση του βασιλιά ήταν και μια πινελιά στον καμβά. Μια πολύ όμορφη γυναικεία φιγούρα σχηματιζόταν μέσα από κάθε εχθρό του. Ο καμβάς ζωντάνεψε με μια φιγούρα στο τέλος. Μια υπέροχη γυναίκα με τα πιο όμορφα χαρακτηριστικά γεννήθηκε μέσα από το μίσος των εχθρών στον πίνακα του. Η ζωγραφιά ολοκληρώθηκε, οι εχθροί έμειναν άφωνοι με το αποτέλεσμα και κανείς δεν έκανε καμία κίνηση να σκοτώσει τον βασιλιά. Όλοι άρχισαν διακριτικά να αποχωρούν, ο αρχηγός τους υποκλίθηκε στον βασιλιά, σήκωσε το βλέμμα του, τον κοίταξε στα μάτια και του είπε:
– Ο ομορφότερος πόλεμος βασιλιά μου που έζησα ποτέ. Μέσα από τα χρώματα και τις πινελιές σου κατάφερες να μας κερδίσεις όλους. Αλήθεια, αυτή η ζωγραφιά σου, με την υπέροχη γυναίκα, τι συμβολίζει και την λατρέψαμε όλοι μας;
Ο βασιλιάς τον κοίταξε, του χαμογέλασε και του απάντησε:
– Η γυναικεία φιγούρα αυτή αποκαλείται έρωτας και εσείς την ζωγραφίσατε μέσα από το ένστικτό σας. Αν οι επιθυμίες σας είναι αυτή η φιγούρα κατά βάθος, τότε πολεμείστε να την κατακτήσετε. Ο έρωτας είναι η πιο δύσκολη κατάκτηση συναισθημάτων. Πολεμήστε για αυτόν κι αν τον κατακτήσετε τότε κερδίσατε τη ζωή. Ερωτεύτηκα, έμαθα να ζωγραφίζω τον έρωτα αλλά και να πεθαίνω μαζί του. Κάντε και εσείς το ίδιο. Ζωγραφίστε τον. Δεν χρειάζονται όπλα αλλά μόνο πινέλα και χρώματα ζωής και κάθε πινελιά πάνω στον καμβά της σκέψης σας λέγεται έρωτας. Λέγεται ζωή.