No fear

Είχα να τον δω από την τελευταία τάξη του λυκείου. Όταν τον ξανασυνάντησα δεν πίστευα στα μάτια μου…

-Δεν βλέπεις χριστιανή μου, πού πατάς; Άνθρωπος εδώ!

Ξαφνιασμένη γυρίζω και βλέπω να ξεπροβάλλει μέσα απ΄ τα χαρτόκουτα, ένας άντρας αναμαλλιασμένος με μακριά βρώμικα μαλλιά, αξύριστος με μεγάλη γενειάδα, δαχτυλίδια στα χέρια, σκουλαρίκι στο τρυπημένο αυτί.

O δυνατός αέρας είχε τσακίσει την ομπρέλα, που είχα αγοράσει στο μετρό απ΄ τον πανύψηλο Νιγηριανό, δεν έβλεπα σχεδόν τίποτα μέσα στη νεροποντή, είχε πέσει το σκοτάδι. Είχα αναζητήσει προσωρινά καταφύγιο στο υπόστεγο της Τράπεζας μέχρι να κοπάσει η μπόρα. Στην τσάντα μου τα εισιτήρια της παράστασης με τον Δημήτρη Πιατά που μόλις είχα αγοράσει.

-Αχ βρε Κατερίνα, μεγάλη σου η χάρη. Για κανέναν άλλο δεν θα ερχόμουν ως εδώ…

Ψιθυρίζω ένα συγνώμη, δεν σας είδα, με συγχωρείτε, η βροχή… όταν μέσα στο αδύνατο φως που έριχνε το φανάρι του δρόμου το μάτι μου έπεσε στο δεξί χέρι του άντρα εκεί πάνω απ΄τον καρπό στο τατουάζ, ΝΟ FEAR πλαισιωμένο από δύο φτερά.

-Περικλή, διστάζω, εσύ είσαι;

O άντρας ανοιγοκλείνει ξαφνιασμένος τα μάτια του και τα καρφώνει επάνω μου περιπαιχτικά.

-Περικλής, πώς σου ήρθε αυτό το όνομα, όνειρο βλέπεις μου φαίνεται κυρά μου, άντε στον δρόμο σου, μπας και κοιμηθούμε απόψε άντε στο σπιτάκι σου, στο κρεβατάκι σου, στη βολή σου. Περικλής δεν υπάρχει εδώ, μόνο εγώ το Αλάνι και χτύπησε με δύναμη το στέρνο του.

-Περικλή, επιμένω, είμαι η Ειρήνη, η Ειρήνη Γαβαλά απ΄ το Λύκειο Ζωγράφου. Τί συνέβη, πώς, γιατί;

Nευριασμένος κάνει πέρα την καρό λιγδιασμένη κουβέρτα ανασηκώνεται, το τατουάζ στο δεξί χέρι φτερουγάει…

-Άκου να σου πω, πώς σε είπαμε Ειρήνη; Δεν σε ξέρω, δεν με ξέρεις, πήγαινε στον δρόμο σου γιατί θέλω να κοιμηθώ. Αύριο έχω συνέντευξη στην Τράπεζα (δείχνει με το χέρι τα κατεβασμένα ρολά πίσω του) και πρέπει να είμαι ξεκούραστος κι ευπαρουσίαστος…

Νάτο και το χιούμορ, το black humor του Περικλή που όλοι λατρεύαμε, αυτό το σπιρτόζικο, επαναστατικό, αυτό το πνεύμα αντιλογίας που σάρκαζε τους πάντες και τα πάντα, αυτό το μυαλό που δεν χωρούσε μέσα στις σελίδες της ιστορίας, των μαθηματικών, της φυσικής, ανυπόταχτος και ανένταχτος. Ο Τσε της Γ’ Λυκείου.

Διάβαζε με πάθος ποίηση, λογοτεχνία, λάτρευε τους Ρώσους κλασικούς, τον Καζαντζάκη και όπως όλοι μας τότε λαχταρούσε να αλλάξει τον κόσμο.Τα καστανά μαλλιά του σγουρά ατίθασα, η μύτη του γαμψή, αετίσια, τα μάτια του σκούρα καστανά σκοτεινά, σε ψάρωναν και ημέρευαν μόνο όταν έβλεπαν την Ισμήνη  την κοκκινομάλλα, το ξωτικό του όπως  την αποκαλούσε, τη μεγάλη  του αγάπη. Ήταν ένα περίεργο ζευγάρι. Αυτός σωματώδης, ψηλός, βαρύς, η Ισμήνη λεπτή μικροκαμωμένη, χαμογελαστή, ανάλαφρη σαν αεράκι ανοιξιάτικο.

Μπορεί σχεδόν σε όλα τα μαθήματα να έπαιρνε μετά βίας τη βάση, όμως στην Έκθεση και τη Λογοτεχνία δεν τον έπιανε κανείς. Είχε ένα ταλέντο πηγαίο, μια πένα θαυμαστή. Συγγραφέας ή δημοσιογράφος ή και τα δυο μαζί, αυτό ήταν το όνειρό του.

Και πράγματι όταν τελειώσαμε το Λύκειο ο Περικλής κατάφερε να μπει στη Φιλοσοφική της Αθήνας, μετά από έξι μήνες σκληρής μελέτης και απάρνησης των εγκοσμίων όπως έλεγε γελώντας. Εγώ μπήκα την ίδια χρονιά στη Νομική και από τότε χαθήκαμε.

Να όμως που κάποιες αναμνήσεις δεν χάνονται. Ήταν στην πενταήμερη της Γ΄ Λυκείου στο Παρίσι. Ο Περικλής και η Ισμήνη, ο Διονύσης κι εγώ ακολουθούσαμε το δικό μας πρόγραμμα, γαλλομαθείς γαρ και βρισκόμαστε με τους υπόλοιπους τα βράδια.

Ένα απόγευμα καθώς χαζεύαμε στο Quartier Latin o Περικλής αποφάσισε να χτυπήσει ένα τατουάζ. Είχαν μαλώσει τότε θυμάμαι με την Ισμήνη γιατί εκείνη δεν ήθελε να γράψει το όνομά της. Ποιός ξέρει αν θα είμαστε πάντα μαζί του είχε πει. Εκείνος της έβαλε τις φωνές αλλά στο τέλος υποχώρησε και την άφησε να διαλέξει. NO FEAR γιατί είσαι ατρόμητος του είχε πει και τα φτερά του αετού για να πετάς πάντα ψηλά.

Το αστραπόβροντο με προσγειώνει απότομα στο σκαλοπάτι δίπλα στον Περικλή και οι ερωτήσεις μου βροχή κι αυτές.

-Γιατί είσαι εδώ, είχα μάθει ότι ήσουν στο Παρίσι, πολεμικός ανταποκριτής στη FIGARO διάβαζα τα κείμενά σου και η Ισμήνη; Μπορώ να βοηθήσω;

Σήκωσε το χέρι νάτα πάλι τα φτερά, ξεκόλλησαν απ΄το χέρι του και πετάνε πάνω απ΄ τα κεφάλια μας.

Ο Περικλής πριν χωθεί κάτω απ΄το χαρτόκουτό του γυρίζει προς το μέρος μου.

-Δεν θέλω τίποτα, είμαι πολύ καλά NO FEAR Ειρήνη Γαβαλά NO FEAR. Η Ισμήνη πέταξε, έφυγε. Πήγαινε τώρα, θα κρυώσεις.

Τα φτερά κούρνιασαν πάνω του.

Πέρασα ξανά και ξανά από το στέκι του, δεν τον ξαναείδα. Αλλά κάθε φορά που περνάω μπροστά από αυτό το graffiti στην Πανεπιστημίου τα μάτια μου βουρκώνουν NO FEAR Περικλή NO FEAR.

Ειρήνη Γαβαλά

(Νοέμβριος 2015)