«O Γιον Κόνινγκ, αρχιτεχνίτης του Ντελφτ»

Χρονογράφημα
* * * * * * * * * * * *

O Γιον Κόνινγκ, αρχιτεχνίτης απ΄ τους καλούς δουλεύει, μια ολόκληρη ζωή, στην βιοτεχνία του Βαν Χόλλεν ζωγραφίζοντας πορσελάνες στο Ντελφτ. Αναμειγνύει, με ζηλευτή ικανότητα και ηρεμία, το μπλε του κοβαλτίου με το Ντελφτ μπλε φτιάχνοντας μια δική του, μοναδική, οπτική. Βουτά το πινέλο νο 2 στο πολύτιμο μείγμα και με σταθερό χέρι περιγράφει ιστορίες, αγάπες κι έρωτες. Συχνά οι πορσελάνες του φέρνουν δάκρυα στα μάτια των γυναικών και κάποιοι άντρες κοντοστέκονται στις βιτρίνες χαζεύοντας τες, ανασηκώνοντας, μάλιστα, με θαυμασμό το αριστερό τους φρύδι.

Ο Βαν Χόλλεν, άνθρωπος έξυπνος μα προπάντων διορατικός, αναγνώρισε από την πρώτη στιγμή το ταλέντο του Γιον. Με ένα σαδιστικό, και συχνά χαιρέκακο τρόπο, φρόντιζε να κρατά τον τεχνίτη του σχεδόν ικανοποιημένο. Του φερόταν μάλλον καλά μα συχνά τον υποτιμούσε καθώς φάνταζε σίγουρο πως ο Γιον δεν αντιλαμβανόταν το μέγεθος των ικανοτήτων του. Ο Γιον έφτασε πέρυσι, στο αποκορύφωμα της τέχνης του, κι ο Βαν Χόλλεν με βαριά καρδιά του παραχώρησε ένα μικρό ολοδικό του γραφείο. Περάστε κύριε Γιον, συγχαρητήρια έχετε δικό σας γραφείο πια, όχι δεν έχει σημασία που είναι δυο επί δυο, κοιτάξτε ψηλά, μα ναι, έχει παράθυρο ανατολικό μάλιστα, καφετιέρα, και είκοσι φιορίνια αύξηση! Κι έπειτα ο Γιον, με μια αδιανόητη, εξοργιστική συστολή, κατέβασε τα μάτια. Ούτε το παράθυρο καταδέχτηκε να κοιτάξει.

Πέρασε αργά στο κέντρο του μικρού δωματίου και κοίταξε τους ξεφλουδισμένους τοίχους. Υγρασία και μια περίεργη απροσδιόριστη μυρωδιά τον ανακάτεψε. Με το δεξί του χέρι σχεδόν χάιδεψε την κοιλιά του. Δεν μίλησε και δεν διαμαρτυρήθηκε, ήταν και τα είκοσι φιορίνια στη μέση. Όχι, σε καμία περίπτωση δεν ήταν ένα σημαντικό ποσό, μα δεν μπορούσε και να τ΄ αγνοήσει. Κάθισε στον πάγκο και κοίταξε στα δεξιά του. Στο παλιό του γραφείο υπήρχε μια χαρακιά που με τα χρόνια είχε ποτίσει από τις μπογιές που στάζαν. Φρόντιζε κι ο ίδιος που και που να αλλάζει το χρώμα της. Κόκκινη για τις ιστορίες αγάπης, βαθύ μπορντώ για το πάθος που ουδέποτε έζησε, μπλε του κοβαλτίου για όλα τα χαμένα της ζωής του. Μέσα σε λίγη ώρα έφερε τα χρώματα και τα πινέλα του, βάζοντας τα στην σειρά, σε τάξη.

Ο Γιον αγαπά την τάξη όσο τίποτα άλλο, όλα τακτοποιημένα τα θέλει και στην προβλεπόμενη θέση τους. Έλειπε η χαρακιά όμως και ο Γιον δεν μπορούσε πια να ζωγραφίσει. Με το νύχι του έξυσε το ξύλο. Φόρεσε τα μικροσκοπικά γυαλιά του και βάλθηκε να φτιάξει μια ολόιδια χαρακιά. Σπατάλησε τρεις μέρες μα και πάλι δεν έμεινε ευχαριστημένος. Που και που σταματούσε να ζωγραφίζει και κοιτούσε με λύπη την κακοφτιαγμένη γραμμή. Τίποτα δεν του φαινόταν πια το ίδιο. Και το παράθυρο τον ενοχλούσε. Περνούσε η αντανάκλαση του ήλιου και ακουγόταν ο ήχος της βροχής να χτυπά το τζάμι. Κι έπειτα ήταν κι ο πάγος. Πάγωνε αρχικά το τζάμι, περιμετρικά κι έπειτα προχωρούσε αργά στο κέντρο.

Ο Γιον το κοιτούσε κρατώντας την ανάσα του. Μια μικρή κουκκίδα που τον παρατηρούσε. Η αυλακιά ανάμεσα στα μάτια του, τότε, φαινόταν περισσότερο και έμοιαζε μεγαλύτερος από την ηλικία του έτσι όπως κοιτούσε, αποσβολωμένος, προς τα πάνω. Ήταν και τα μάτια του που παίρνανε ένα περίεργο σταχτί χρώμα. Γέρασε απότομα ο Γιον αυτόν τον τελευταίο χρόνο. Κι η τέχνη του μαράζωσε. Τα σχέδιά του χάσανε την σπιρτάδα, την λάμψη τους και τα χέρια του έπαψαν να είναι τόσο σταθερά. Τι συμβαίνει κύριε Γιον; Κανείς δεν αναζητά τις πορσελάνες σας, γυρίστε με πίσω στο παλιό γραφείο και δώστε μου μια νέα ευκαιρία, το παράθυρο με συνθλίβει και η χαρακιά δεν είναι ίδια, κρατήστε απ΄ τον μισθό μου 20 φιορίνια για ένα χρόνο, κι όλα θα ξαναγίνουν όπως πριν, ή έτσι, τουλάχιστον, νομίζω…

Πέμη Γκανά

Πέμη Γκανά (Συγγραφέας) – Βιογραφία