«Η καρυωτακική θεώρηση για το ρόλο της ποίησης και των ποιητών»
Η ποίηση του Κώστα Καρυωτάκη (1896-1928) ωριμάζει μέσα σε μια ιδιαίτερη ιστορική περίοδο, αυτή του Μεσοπολέμου, και αποτελεί μια αρκούντως δραστική έκφραση του ιστορικού και κοινωνικού στίγματος της εποχής. Το κλίμα της περιόδου δραματοποιείται από τον Καρυωτάκη στα Ελεγεία και καταγγέλεται με αυτοσαρκαστικό έως και χλευαστικό θα λέγαμε τρόπο στις Σάτιρες.[1] Η λογοτεχνική «γενιά του 1920», στην οποία εντάσσεται γραμματολογικά και ο Καρυωτάκης, συνδέθηκε αναπόφευκτα με τον πεσιμισμό και τον αποπροσανατολισμό που βίωσε η Ελλάδα μετά την Μικρασιατική Καταστροφή και τον ενταφιασμό της Μεγάλης Ιδέας στα ερείπια και στα αποκαΐδια της Σμύρνης. [2] Σύμφωνα με τους μελετητές του καρυωτακικού έργου, η ποίηση του Καρυωτάκη έθεσε δραστικά το ζήτημα της κοινωνικής ευθύνης του ποιητή ως πνευματικού ανθρώπου που ζει και δημιουργεί σε αναπόδραστη σχέση με το κοινωνικό περιβάλλον. [3] Κατά τον Beaton, ένα ακόμα στοιχείο που χαρακτηρίζει τον Καρυωτάκη είναι η υπέρβαση των ορίων της δημοτικής γλώσσας, γεγονός που αποτελεί σύμπτωμα της αποτυχίας της ποίησης και των ποιητικών ιδανικών εν γένει, που συντρίβονται από την τετριμμένη ρηχότητα της σύγχρονης ζωής. αυτό ακριβώς το φαινόμενο συνιστά κυρίαρχο θέμα στο έργο του.[4]
Στη συλλογή Ελεγεία και Σάτιρες (1927) ανήκουν τα δύο υπό εξέταση ποιήματα του Καρυωτάκη. το σύνθεμα «[Είμαστε κάτι…]» στα Ελεγεία και το Όλοι μαζί στις Σάτιρες. Ο Καρυωτάκης, όπως άλλωστε και οι περισσότεροι σύγχρονοί του ποιητές και μυθιστοριογράφοι έστρεψαν το δημιουργικό βλέμμα τους στον εσωτερικό κόσμο του ανθρώπου και στην εμπειρία του, και αξιοποίησαν την κληρονομιά του γαλλικού Συμβολισμού.[5] Ο Καρυωτάκης, μάλιστα, ενσάρκωσε στην Ελλάδα το πρότυπο του καταραμένου ποιητή ο οποίος βρίσκεται σε μια διαρκή δυσαρμονία με την πραγματικότητα που τον περιβάλλει, κυριαρχείται από ολέθρια πάθη και δημιουργεί αναλώνοντας τον εαυτό του, καθώς στη σκέψη του η ζωή και η τέχνη που υπηρετεί είναι αδιαίρετες έννοιες.[6]
Στο ποίημα «[Είμαστερ κάτι…]», διακρίνουμε τις επιρροές του Συμβολισμού αλλά και πολλές από τις αντινομίες της καρυωτακικής ποίησης. Οι ποικίλοι συμβολισμοί που επιχειρεί ο δημιουργός –«Είμαστε κάτι ξεχαρβαλωμένες κιθάρες», «Είμαστε κάτι απίστευτες αντένες», «Στα νεύρα μας μπερδεύεται όλη η φύσις», «κι η ποίησις είναι το καταφύγιο που φθονούμε», αποτελούν ευθείες αναφορές στην υπαρξιακή αγωνία και στην αυτοαναφορικότητα της ποίησης. Επιπλέον, οι υπερβατικές εικόνες του ποιήματος –«στις χορδές που κρέμονται σαν καδένες», «Υψώνονται σά δάχτυλα στα χάη», αλλά και η χρήση του πρώτου πληθυντικού προσώπου –«Στο σώμα, στην ενθύμηση που πονούμε» υποδηλώνουν σαφέστατα τη συναισθηματική απόγνωση και την ψυχική διάλυση του υποκειμένου.[7]
Στις Σάτιρες, όπου κυριαρχεί το ποίημα Όλοι μαζί, ο Καρυωτάκης αναζητά την έκφρασή του μέσα από τον Ρεαλισμό. Σε αυτό το σύνθεμά του, ο ποιητής δεν διστάζει -και πάλι χρησιμοποιώντας το πρώτο πληθυντικό πρόσωπο- να καυτηριάσει το «υπερεγώ» και τη ματαιοδοξία των νέων ποιητών που βλέπουν στην ποίηση το μέσο της κοινωνικής προβολής και καταξίωσης τους.[8] Ο καρυωτακικός ποιητικός λόγος είναι καταγγελτικός και οξύς ήδη από τον πρώτο στίχο του ποιήματος -«Όλοι μαζί κινούμε, συρφετός, γυρεύοντας ομοιοκαταληξία», και συνεχίζει στο ίδιο ακριβώς μοτίβο –«δημοσιεύουμε τα ποιήματά μας για να τιτλοφορούμεθα ποιητές». Διακριτός, επίσης, είναι κι ένας χλευασμός σε συνδυασμό, όμως, με το καταγγελτικό μήνυμά του στην τελευταία στροφή του ποιήματος –«Κι αν πειναλέοι γυρνάμε ολημερίς (…) επέσαμε θύματα εξιλαστήρια του “περιβάλλοντος”, της “εποχής”».
Ο Καρυωτάκης ως αντιπροσωπικότητα κατά τον Βύρωνα Λεοντάρη, μοιάζει να εξαντλεί με επιμονή όλες τις πτυχές του αδιεξόδου της ποίησης και των ποιητών. Σαρώνοντας τις μέχρι τότε κρατούσες αντιλήψεις για τους ποιητές, και εντάσσοντας στην προβληματική τους κοινωνικούς όρους ύπαρξης της ποίησης κι έτσι γίνεται ο πρώτος βλάσφημος στην ελληνική ποίηση και ο πρώτος βλάσφημος κριτικός της.[9]
Παναγιώτης Σπανός (Δημοσιογράφος)
(Εργασία 2017-2018″ / Ελληνικό Ανοικτό Πανεπιστήμιο,
Σπουδές στον Ελληνικό Πολιτισμό Θεματική Ενότητα: ΕΛΠ 30,
Γράμματα ΙΙ: Νεοελληνική Φιλολογία (19ος & 20ός αιώνας). Νεότερη Ελληνική Λογοτεχνία (19ος και 20ός αιώνας),
Καθηγητής-Σύμβουλος: Θεοδοσάτου-Κουτσαδέλη Παρασκευή.)
Παραπομπές:
1. Ευριπίδης Γαραντούδης, «Η ποίηση του Κ.Γ. Καρυωτάκη» στο Λ. Βαρελάς κ.ά, Νεότερη Ελληνική Λογοτεχνία (19ος και 20ός αιώνας) Εγχειρίδιο Μελέτης, εκδ. ΕΑΠ, Πάτρα, 2008, σ. 322.
2. Roderick Beaton, Εισαγωγή στη νεότερη ελληνική λογοτεχνία, μτφ. Ευαγγελία Ζούργου-Μαριάννα Σπανάκη, εκδ. Νεφέλη, Αθήνα 1996, σ. 168.
3. Γαραντούδης, ό.π., σ. 322
4. Beaton, ό.π., σ. 420.
5. Ό.π., σ. 169.
6. Γαραντούδης, ό.π., σ.327.
7. Ό.π., σ. 327, σ. 334.
8. Ό.π., σ. 332.
9. Βύρων Λεοντάρης, «Θέσεις για τον Καρυωτάκη», στο Ανθολόγιο Κριτικών Κειμένων για τη Μελέτη της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας (19ος και 20ός αιώνας), επίμ. Μιχάλης Μπακογιάννης, εκδ. ΕΑΠ, Πάτρα, 2008, σσ. 316-317.