«Περιμένοντας τον Γκοντό»
Δημοτικό θέατρο του Άλσους Ηλιούπολης 14/9/2020
Από Βασίλη Κοκκώνη
* * * * * * * * * * * * *
Έναν υπαρξιακό ύμνο του Samuel Beckett,που ψηφίστηκε από το Εθνικό Θέατρο του Λονδίνου ως το έργο του αιώνα και που πρωτοανέβηκε στις 5 Ιανουαρίου του 1953 στο “Teatre de Babylone”, υπό την σκηνοθεσία του ταλαντούχου Γιάννη Κακλέα, με ένα εξαίρετο επιτελείο ηθοποιών…
Περίληψη – Κριτική
Βγάζοντας το σαρκίο του ο Μπέκετ, το κρέμασε σε ένα δέντρο ξερό, ίσως ιτιά, ή κλαίουσα και φόρεσε το σαρκίο του κόσμου. Μα το σαρκίο αυτό ήταν στενό, λιπαρό, με οσμή φρικτή, κακοφορμισμένο, με πόδια πρησμένα, δαρμένο και ματωμένο από την βία αγνώστων.
Ήταν το σαρκίο του τέλους μιας εποχής, της δύσης ενός πολιτισμού που παράκμασε και που ήρθε η ώρα να τον υποδεχθεί ο επόμενος.
Καλύτερος ή χειρότερος;
Τι αγωνία Θεέ μου!
Και η αγωνία γίνεται παράσταση. Την αποδέχεται, δεν την αποδέχεται; Με γλώσσα βίαιη, δίχως περιττά στοιχεία καλολογικά, βαθιά φιλοσοφική, που καμπυλώνει το χρόνο, ο Μπέκετ τρύπα το κατεστημένο με λιτότητα. Με απόλυτο και γυμνό ρεαλισμό. Μέσα από την απλότητα του έργου ανακαλύπτει κανείς την πολυπλοκότητα της ύπαρξης.
Στην παράσταση νοσταλγεί ένα παρελθόν που δεν αφανίστηκε από τον πόλεμο. Ένα παρελθόν που όμως, εξαϋλώθηκε ανεπιστρεπτί. Περιμένοντας τον Γκοντό, μοιάζουν οι πρωταγωνιστές να περιμένουν τη θεία πρόνοια, ένα Θεό που θα δράσει για εκείνους, έναν εαυτό που αγνοούν και προσμένουν να τους ξυπνήσει, ή μια ελπίδα που μυρίζει θειάφι και δεν έρχεται ποτέ. Η παράσταση μέσα από ένα περιβάλλον μοναχικό, ένα δέντρο και ένα παλιό αυτοκίνητο, μας προετοιμάζει να υποδεχθούμε την κούφια αναμονή του τίποτα.
Ο Μπέκετ χτίζει μία προσμονή και αμέσως την γκρεμίζει. “Τίποτα δεν γίνεται. Κανείς δεν έρχεται, κανείς δεν φεύγει. Τρομερό”. Τα πρόσωπα, αρχικά οι δυο μοναχικοί ηλικιωμένοι, ο Εστραγκόν (Σπύρος Παπαδόπουλος) και ο Βλαντιμίρ (Θανάσης Παπαγεωργίου), που συναντώνται στο ίδιο σημείο κάθε φορά για να προσμένουν τον Γκοντό, που τους ενημερώνουν πάντα κάποια στιγμή πως δεν θα εμφανιστεί, μα θα πάει να τους απαντήσει την επόμενη μέρα.
Αυτή η αδιάκοπη επανάληψη που καταργεί το χρόνο, “έχουμε καιρό να γεράσουμε”, είναι ένα αέναο σαγόνι επαναλήψεων που τους καταπίνει και που υπό παρόμοιες συνθήκες τους ξερνά την επόμενη μέρα και πάλι στον ίδιο τόπο, που ο ένας μοιάζει να έχει ξεχάσει και ο άλλος μοιάζει μόλις να θυμάται. Η βεβαιότητα της αβεβαιότητας.
Ίσως οι δύο ετούτες φιγούρες να προσμένουν έναν εαυτό λυτρωτή που θα τους πάρει από το χέρι και θα τους δείξει έναν υπέροχο εαυτό. Ένα νέο υπέροχο κόσμο. Ίσως είναι η ίδια η ανθρωπότητα με τις αδυναμίες, τους φόβους, την αδιαφορία, την αποξένωση από ότι ζωντανό τριγύρω της και από τον εαυτό τους, την αναβλητικότητα και την απαξίωση της ίδιας της ζωής που καλείται να γίνει παιχνίδι θανάτου. “Έλα να αυτοκτονήσουμε”.
Είναι η στιγμή που αναφέρει και ο Αλαίν Ρομπ Γκριγιέ πως “ο άνθρωπος κοιτάζει τον κόσμο, αλλά ο κόσμος δεν του επιστρέφει το βλέμμα του”. Εξαιρετικά φυσικοί σε βαθμό τέτοιο οι ηθοποιοί, που δεν μπορείς πια να αντιληφθείς αν ερμηνεύουν ή αν ερμηνεύονται, αν φιλοσοφούν τη ζωή ή αν αυτοαναιρούνται. Η εμφάνιση του Πότζο, (Σερβετάλη) και του Λάκυ (τυχερός: εφόσον δεν ελπίζει πια, όπως είπε και ο Μπέκετ, Ορφέα Αυγουστίδη), εκτοξεύουν το φιλοσοφικό στοχασμό στο επίπεδο της εξουσίας και του ελέγχου, στο επίπεδο ενός αόρατου σχοινιού που συνδέει τον καταπιεστή και τον καταπιεσμένο με τρόπο τέτοιο, που μολονότι ο καταπιεστής Πόντζο, ελέγχει απόλυτα το “ζώο” ή “αντικείμενο” Λάκυ, ο οποίος έχει εγκαταλείψει την ανθρώπινη φύση του και απλώς ακολουθεί τις βίαιες εντολές του “Θεού του” Πότζο, φαίνεται ξεκάθαρα πως είναι μία σχέση απόλυτης εξάρτησης του ενός από τον άλλο.
Μια επιθυμητή, συνειδητά ασυνείδητη εξαθλίωση.
Τόσο η εξαιρετική και ευφάνταστη προσέγγιση του Σερβετάλη, όσο και η αριστοτεχνική κινησιολογία του Αυγουστίδη και ο μαγικός του μονόλογος, σε συνδυασμό με τους άλλους δύο σπουδαίους πρωταγωνιστές, εκτόξευσαν την παράσταση σε ύψη δυσθεώρητα.
Οι φωτισμοί του Σάκη Μπιρμπίλη εξαιρετικοί, η κινησιολογική απόδοση κυρίως των Σερβεταλη και Αυγουστίδη υπό την επίβλεψη των Άρη Σερβετάλη και Αγγελικής Τρομπούκη μοναδική, η μουσική καθηλωτική, ενώ η χορεύτρια και ο νεαρός που ενημερώνει ότι ο Γκοντό δεν θα έρθει, (Άρης Κακλέας και Αγγελική Τρομπόύκη), πολύ σωστοί.
Εν κατακλείδι ο σκηνοθετικός λίθος του Κακλέα, με τη βοήθεια του γιου του Άρη, ήταν και αυτός, που τόσο με την επιλογή των ηθοποιών, όσο και με την πιο ανάλαφρη δόμηση της παράστασης και την προαναφερθείσα κινησιολογία, μας έκαναν να νιώσουμε με ανάταση και πάθος πως πράγματι, παρακολουθήσαμε την καλύτερη και πιο ευρηματική παράσταση “Περιμένοντας τον Γκοντό”, που έχει πραγματοποιηθεί μέχρι σήμερα.
Βασίλης Κοκκώνης
Συντελεστές:
Σκηνοθεσία: Γιάννης Κακλέας
Σκηνικά: Σάκης Μπιρμπίλης-Γιάννης Κακλέας
Κοστούμια: Ηλένια Δουλαδίρη
Φωτισμοί: Σάκης Μπιρμπίλης
Επιμέλεια κίνησης: ‘Αρης Σερβετάλης – Αγγελική Τρομπούκη
Βοηθός Σκηνοθέτη: ‘Αρης Κακλέας
Φωτογραφίες: Κωστής Γκιόκας
Η μετάφραση είναι της ομάδας των συντελεστών της παράστασης
Οργάνωση περιοδείας: Χρόνος-Δράσεις Πολιτισμού
Παραγωγή: ΤΕΧΝΗΧΩΡΟΣ
Παίζουν οι ηθοποιοί:
Σπύρος Παπαδόπουλος
Θανάσης Παπαγεωργίου
Άρης Σερβετάλης
Ορφέας Αυγουστίδης
Άρης Κακλέας
Αγγελική Τρομπούκη
Πηγή: Είδαμε την παράσταση “Περιμένοντας τον Γκοντό”, στο Δημοτικό θέατρο του Άλσους Ηλιούπολης
Βασίλης Κοκκώνης (Ποιητής, Ζωγράφος, Γλύπτης, Κριτικός θεάτρου) – Βιογραφία