«Άνεμος»


Ο άνεμος περνάει μέσα απ’ τις χαραμάδες

των σωμάτων, ανεπαισθήτως
και κουρνιάζει εκεί, στις ψυχές.
Έρχεται τραγουδώντας
σαν νότα από μαντολίνο,
σαν αύρα μόλις που άγγιξε
φρεσκολουσμένη ίριδα.
Θα γίνω άνεμος, γεμάτος ποίηση
και θα ρθώ με την πρωϊνή δροσιά.
Θα ρθώ σαν φιλί,
τρυφερός κι ανυποψίαστος.
Φαντάσου πως πέρασα
απ’ τις αγαπημένες σου ροδακινιές
και πως χρυσάφια κι ασήμια με συνοδεύουν
στο πρωϊνό μου σεφέρι.
Μην πεις: “ένας τρελός”,
που θά ’ρθω χορεύοντας
ένα τάνγκο του Πιατσόλλα,
γιατί σαν μπαντόνεον μοιάζεις,
όργανο δεξιοτεχνίας που περιμένει
ν’ αρχινήσει τον πιο κόκκινο χορό.
Θα ρθώ μ’ όλη την πνοή και το σφρίγος μου
στην αμμουδιά του κορμιού σου,
στα βαθιά σου χείλη, στο γλυκό σου μαστό.
Το άγιο κρασί σου να πιω,
να βυθιστώ στην άγρια φλόγα.
Όστρακα και κοχύλια θα στέλνουν ανταύγειες
και λευκοκίτρινα λουλούδια γιασεμιού, αρώματα.
Ο άνεμος μ’ αναστατώνει, θα πεις.
Σ’ αγάπησα, γιατί ήξερες να τραγουδάς, θα πεις.
Φτερό, φτεράκι σαν δέντρου ψίχα μ’ άνοιξες, θα πεις.
Απόψε η ψυχή μου, μου γελά, θ’ αποκριθώ.
Θα γίνω άνεμος και θα ρθώ.
Τραγούδι, σπίρτο, πετιμέζι.

Αντώνης Σαμιωτάκης

Αντώνης Σαμιωτάκης (Ποιητής, Κριτικός Λογοτεχνίας) – Βιογραφία