«Αλλού… Αλλιώς… Άλλοτε…»
Εμπειρία [7/7]

Αλλού… Αλλιώς… Άλλοτε…

Εμπειρία [7/7]

Ποτάμι ορμητικό και ανελέητο ο χρόνος που κυλά, τις αισθήσεις παρασύρει σαν ταξιδιώτες άψυχους κι αθέλητους, η αφή μονάχα του αντιστέκεται σθεναρή, αναχαιτίζει το ρεύμα του, κρατιέται απ’ τ’ ακροδάχτυλα συντηρώντας την αίσθηση της ύπαρξης σε κάθε καινούργιο πρωινό ξύπνημα μετά την πολύωρη βύθιση στην αγκαλιά του ύπνου – του δίδυμου αδελφού του θάνατου – για ν’ ανηφορίσουμε πάλι ρυμουλκώντας το φορτίο της σάρκας μέχρι το τέρμα της διαδρομής∙ κι ως τότε, σαν από διάφανη μεμβράνη άγνοιας τυλιγμένοι ή από την προσοχή του θεριστή έχοντας ξεφύγει, σαν συνωμότες που ηδονίζονται με την παρανομία, συγκεντρωνόμαστε στη βουερή αίθουσα του καφενείου δηλώνοντας χαμηλόφωνα παρόντες σε ένα ακόμη εγερτήριο.

Κάποτε συμβαίνει στο ψυχομέτρημα να υπάρχει μια απουσία και μοιάζει, σε κάθε τέτοια περίσταση, σα να βρέθηκες σε ναρκοθετημένο πεδίο μάχης, που ο διπλανός σου στάθηκε απλώς άτυχος πατώντας πάνω σε κείνο το καταραμένο κουμπί, σα να τρύπησε τ’ αυτιά σου το μοιραίο «κλικ!» που όμως για άλλον ακούστηκε, σα να σε τίναξε μέτρα μακριά το βίαιο ωστικό κύμα, που κομμάτιασε τις σάρκες πλάι σου, αφήνοντάς σε να ζήσεις με ρούχα βουτηγμένα σε χώμα και ιδρώτα και την ψυχή ζαρωμένη σαν φλούδα μαραγκιασμένου πορτοκαλιού απ’ τον τρόμο. Μα σύγκαιρα συνέρχεσαι απ’ το μακάβριο θέαμα, μια αλλόκοτη χαρά σε πλημμυρίζει που ούτε αυτή τη φορά έπεσε για σένα η αυλαία, και με τη δέουσα ενδυμασία – σκούρο κουστούμι και μαύρη γραβάτα σε διαρκή ετοιμότητα – και την ανάλογη ψυχική διάθεση συμμετέχεις στη θλιβερή διαδικασία της εκφοράς του εκλιπόντος και της έκφρασης συλλυπητηρίων  στους οικείους, έχοντας πάντα την υποψία – σχεδόν βεβαιότητα – ότι κάποιοι απ’ αυτούς μάλλον απαλλάχτηκαν από μια επαχθή παρουσία.

Αλλιώς, οι μέρες και οι ώρες περνούν οκνές και αδιάφορες, με επαναλήψεις συνηθειών και δραστηριοτήτων που ελάχιστη σχέση έχουν με όσα κάποτε θύμιζαν ζωή∙ μια κατάσταση ομηρείας πίσω από παράθυρα νοτισμένα με ιδέες σφαλερές, με ατέρμονες συζητήσεις και άστοχους πολιτικούς διαξιφισμούς όταν οι θαμώνες δεν διασταυρώνουν τα άσφαιρα πυρά τους πάνω στην τσόχα ή δεν κονταροχτυπιούνται διεκδικώντας την αριθμητική υπεροχή σε μια καλή ζαριά∙ μόνιμα σκυθρωποί και συνοφρυωμένοι, πρωταθλητές καθιστικών αγωνισμάτων, εξασκούν τ’ απομεινάρια της μνήμης πριν αυτή εντελώς τους εγκαταλείψει.

Πόσο διαφορετική είναι η εικόνα γύρω μας, στους δρόμους της τοπικής αγοράς, εκεί που ο θόρυβος και οι φωνές και οι μυρωδιές συνταιριάζονται με την αδιάκοπη κίνηση των σωμάτων, με την πολυχρωμία και την κορύφωση όλων των αισθήσεων, εκεί που το ετερόκλητο πλήθος σφύζει από ζωντάνια, ταχύτητα και ρυθμό, που πάλλεται στο ελάχιστο ερέθισμα και διεγείρεται καθώς οι ανθρώπινες οσμές αναμειγνύονται σε εκρηκτικούς συνδυασμούς.

Είμαστε οι δυο όψεις του ίδιου νομίσματος που συνυπάρχουν και συμβιώνουν σε παραλληλία χωρίς επιθυμία διασταύρωσης ή επικοινωνίας∙ είμαστε δυο κόσμοι που όταν για μια ακόμη φορά φτάσουν στον κορεσμό τους, αποσύρονται στη νηνεμία των καταφυγίων τους, για να απολαύσει καθένας αυτό που του αναλογεί. Και μεις, που έχουμε ήδη γευτεί – νομίζουμε; – όσα οι νέοι λαχταρούν να δοκιμάσουν, βυθιζόμαστε στον ονειρικό κόσμο των αναμνήσεων.

Τι άλλο καλύτερο μπορεί να επιθυμήσει η ισχνή πλέον ψυχή από τις αναμνήσεις των μακρυσμένων σαρκικών ηδονών όχι θρηνώντας για το ανάλγητο διάβα του χρόνου αλλά με χαρά χειροπιαστή για μια επιπλέον ημέρα ύπαρξης∙ όλο και πιο συχνά τα θραύσματα αυτά ανακαλούνται στη μνήμη όσο η σιωπηλή άμμος της κλεψύδρας μετατοπίζεται αφήνοντας πίσω της το κενό∙ οι φευγαλέοι έρωτες επιστρέφουν σαν άλικα τριαντάφυλλα με άρωμα μεθυστικό και αγκάθια που το δέρμα σαν τώρα νιώθει την αιχμηρή τους διάθεση, αλλά και με ρίγη συγκίνησης που εξάπτουν τη φαντασία και σαν ελαφρό αεράκι επιταχύνουν τους παλμούς της καρδιάς.

Οι ώρες του δειλινού, που λικνίζονται χορευτικά ανάμεσα στο φως και στο σκοτάδι, μαγνητίζουν τους σιωπηλούς αυτόπτες μάρτυρες του χτες∙ τα χρώματα του ορίζοντα που δακρύζουν σαν ρόδια ζουμερά, τα σύννεφα που πηγαινοέρχονται σαν στρατοκόποι κουρασμένοι από του ταξιδιού τον κάματο, αιωρούνται, απαγκιάζουν και σκαρφαλώνουν αθόρυβα στους ετοιμόρροπους τοίχους της εκούσιας μόνωσης, παραμερίζουν τα γερμένα παραθυρόφυλλα, γλιστρούν κάτω από τα σεντόνια, αγγίζουν τα ευάλωτα κύτταρα, ο μύθος παίρνει σάρκα και οστά σε  χρόνο απροσδιόριστο, αδάμαστη αμμοθύελλα η λαγνεία στροβιλίζεται, εκσφενδονίζει λεπτούς κόκκους που ενώνονται με την ασίγαστη επιθυμία της μυστηριακής συνεύρεσης, χορός μαινάδων κατακλύζει το στενό δωμάτιο, μια θάλασσα ανταριασμένη που κλείνει τ’ αυτιά της στις ανώφελες ικεσίες των ναυαγών.

Προβάλλει το νεανικό γεροδεμένο σώμα με το αέρινο βάδισμα, το χαμόγελο της υπόσχεσης στα ποθητά χείλη, την έπαρση της νιότης, τη βεβαιότητα της ομορφιάς∙ από πηγές κρυστάλλινες αναβλύζει, αμόλυντο από το φθοροποιό άγγιγμα του χρόνου, σμιλεμένο σαν άγαλμα αρχαϊκό, δέρμα λεπτό αλαβάστρινο, λυγμός φιλήδονος ερωτικός∙ βλέμματα που σμίγουν στο φως μιας αστραπής, νεύματα συνθηματικά, χωρίς αντιστάσεις, απαγορεύσεις, προκαταλήψεις∙ το αντικείμενο του πόθου είναι εδώ, στέκεται πάλι μπροστά μου, λίγα βήματα μόνο, διασχίζει το δωμάτιο, κλείνει το παράθυρο, τα ρούχα κυλούν στο πάτωμα, με αυθάδεια και νωχέλεια ξαπλώνει στο κρεβάτι, χρώμα κόκκινο βαθύ του απόλυτου έρωτα απλώνεται παντού, πρόωροι χυμοί αναδύονται στις άκρες των χειλιών, οι κάλυκες της γεύσης διογκώνονται, αφηνόμαστε στον ωκεανό της ηδονής, σώματα θηρία που σπαράζονται με εκδορές στο δέρμα και στα σπλάχνα∙ τις νύχτες πάντα επιστρέφει, ακροβατούμε χωρίς δίχτυ προστασίας, οι τοίχοι κρύβουν στις ρωγμές τους το μυστικό, οι τοίχοι που γνωρίζουν εξαρχής το τέλος…

Καθίσαμε στο τραπέζι
ο ένας απέναντι από τον άλλο
σιωπηλοί και σκυθρωποί
αποφεύγοντας τα διαπεραστικά βλέμματα
αποτραβηγμένοι
ο καθένας σε παράταιρες αναμνήσεις
με τα χέρια στις τσέπες
για να κρύψουμε τα αμήχανα δάχτυλα
– κρυώνω, σκέφτηκες,
και είχα ανάγκη να σε πιστέψω –
με το στόμα ερμητικά κλειστό
και τα δόντια σφιχταγκαλιασμένα
για να μη μας προδώσουν οι λέξεις
υψώσαμε αόρατα τείχη
για να προστατευτούμε
από το ηχηρό παρελθόν
προτιμήσαμε η σιωπή
να επιβεβαιώσει το λάθος
αφήνοντας μια λευκή σελίδα
αντί επιλόγου.

Τα παράτολμα μακριά λεπτά δάχτυλα, εισβολείς αδίστακτοι, κάτω από το τραπεζομάντιλο του επίσημου γεύματος παραμερίζουν τους κανόνες της ευπρέπειας αδιαφορώντας για τις ενδεχόμενες συνέπειες, καραδοκούν τη λεία τους και την πιο απρόσμενη στιγμή γαντζώνονται στην ανυποψίαστη σάρκα∙ μένω ακίνητος, η φαντασία είναι που ερεθίζεται πιο πολύ, πασχίζω να κατευνάσω τις προδοτικές συσπάσεις των μυών, το οδυνηρά ηδονικό τρέμουλο στη ραχοκοκαλιά, εξακολουθώ να συζητώ, φλυαρώ – παραλογίζομαι; – πειραματίζομαι,  σηκώνομαι απότομα και επιστρέφω μετά από λίγο, η ίδια παλάμη, με μεγαλύτερη ένταση, κολλά πάνω μου σαν στρείδι, ένα μεταλλικό αντικείμενο, συνωμοτώ υπόγεια με την αποστολέα, ένα κλειδί κι ένα χαρτί διπλωμένο πρόχειρα, με μια γρήγορη κίνηση τα καταχωνιάζω στην τσέπη του σακακιού∙ προφασίζομαι ξαφνική αδιαθεσία, η κόπωση της ολοήμερης εργασίας, βγαίνω στο δρόμο, μόνος στην πυκνή ομίχλη – ένα κλειδί δωματίου και η διεύθυνση ενός ξενοδοχείου στην άκρη της πόλης – καταπίνω μεγάλες μπουκιές υγρού αέρα, η ψύχρα περονιάζει το αμάθητο δέρμα, σταματώ, υψώνω το βλέμμα, ένα παράθυρο μόνο φωτίζεται, είναι αυτό, υπομονετικό, καρτερικό, με την πεποίθηση της συνάντησης, ο υπάλληλος της υποδοχής επιβεβαιώνει το ερώτημα πριν καν τεθεί, ανεβαίνω την παλιά ξύλινη σκάλα, οι τριγμοί κάνουν αντιληπτή την παρουσία μου, ήχος πόρτας που ανοίγει, το αμυδρό φως της σχισμής οδηγεί σταθερά το βήμα μου, μια λεπτή αρωματική αύρα τυλίγεται στην παλάμη μου, ξαφνικό σκοτάδι, το βασίλειο των αισθήσεων εκρήγνυται, κραυγές πάθους και βουβός ιδρώτας χωρίς χτες ή αύριο, μόνο τώρα, ερωτικό παραλήρημα μέχρι τελικής πτώσης∙ φεύγω χωρίς να κοιτάξω πίσω, μόνο τη θύμηση κρατώ σφιχτά στις άδειες τσέπες, ένα παράθυρο κλείνει, ο άνεμος που σφυρίζει μου κρατά συντροφιά στον έρημο δρόμο…

Θέλω να γείρω στον ίσκιο σου
σαν αποσταμένος στρατολάτης
να με τυλίξεις με το βλέμμα σου
σαν πλατύφυλλο πλατάνι
να σβήσω τη δίψα μου στην πηγή σου
σαν νικημένος στρατιώτης
να δροσίσεις την πύρα των χειλιών μου
μετά τις αμέτρητες ανόητες μάχες
να προσκυνήσω την εικόνα σου
σαν απελπισμένος ικέτης
ζητώντας άφεση αμαρτιών
για τα ανομήματα της ψυχής.

 Είναι αδάμαστοι οι παράφοροι μακρινοί έρωτες και πάντα επιστρέφουν την ώρα που τ’ αναμαλλιασμένα χρώματα του ορίζοντα γίνονται ένα – γκρίζο – και η θλίψη με στόμα πεινασμένο βρυχιέται και της ψυχής τ’ απομεινάρια ορέγεται και η αδράνεια διαπομπεύει τη σάρκα την αδύναμη∙ είναι έρωτες επιδρομείς, είναι ζωντανές οπτασίες που συγκρατούν με σκοινιά αόρατα τη μνήμη πριν από το μοιραίο βήμα στο βάραθρο της λησμονιάς, είναι καλλονές μάγισσες που μ’ ένα τους άγγιγμα φτερώνουν την έσχατη ικμάδα ηδονής, είναι μουσικές πλάνες που μελωδικά αφηγούνται των επίγειων παθών την οδύνη, είναι της μνήμης των σωμάτων χαράκτες, τροχοπέδη στης φθοράς τη νομοτέλεια.

Το φως, κύμα που δεν κοπάζει, ευθύγραμμο, αστραπιαίο, ασύλληπτο από της νόησης την ατέλεια, παρουσία ανατρεπτική της νυχτερινής ηπιότητας, ραγίζει τη σιγή των ονείρων, αφυπνίζει τη σάρκα στη βίαιη πραγματικότητα, επιδεικτικά αμελεί όσους τη στοργή αποζητούν.

Ας είναι φιλόστοργο της νύχτας το πέπλο που θα με τυλίξει, ας είναι η στιγμή που το δακρυσμένο σώμα του κεριού άλλο δε θα μπορεί της φλόγας τη λάμψη να ορθώσει, ας είναι το ταξίδι γαλήνιο στην αγκαλιά του σιωπηλού βαρκάρη μέχρι το τελευταίο απάνεμο λιμάνι, πριν της ζωής η ωραιότητα ευτελιστεί.

Δημήτρης Φιλελές
(«Αλλού, αλλιώς, άλλοτε»: Εμπειρία [7/7]
)

Δημήτρης Φιλελές (Συγγραφέας) – Βιογραφία