«Το παγκάκι»

Χρονογράφημα
* * * * * * * * * * * *


H Φλόρενς Ο’Μπρέιβι, ήταν μια κακότροπη και δύσκολη γυναίκα, με κοκκινόξανθα μαλλιά σφιχτά τραβηγμένα σε κότσο, ίδιο κι απαράλλαχτο κάθε μέρα. Ψηλή, με βραχνή φωνή, είχε για καμάρι την Ιρλανδέζικη καταγωγή της. Όταν μιλούσε, χτυπούσε το χέρι με δύναμη, σε ό,τι βρισκόταν κοντά της, τραπέζι, γραφείο, ή ακόμα και η κεφαλή του γιου της, του Μπέντζαμιν. Ο καημένος ο14χρονος Μπέντζαμιν γινόταν τότε κατακόκκινος απ΄τη ντροπή. Δεν του φτανε το σπυριάρικο μούτρο και το μάλλον, αλλήθωρο βλέμμα, τα πεταχτά δόντια και αφτιά, όλα κληρονομιά του τρομερού παππού του, του Ίαν Ο΄Σάλλιβαν, που τα τίναξε ένα βράδυ αγκαλιά με δυο μαιτρέσες, σ ένα παγκάκι στο Κέιστον Μπέι, κι έκανε την κόρη του, την καημένη Φλόρενς, ντροπιασμένη, να πάρει απόφαση και να μπαρκάρει απ΄το Λίβερπουλ, και να πάει μακριά στο διαόλου το κέρατο, στο Αμέρικα.

Τι να το κάνεις όμως, η Φλόρενς αφού θαλασσοδάρθηκε τρεις μήνες και βγήκε είκοσι κιλά ελαφρύτερη, πήγε κι έπεσε πάνω στον Φίλμορ Έβανς, τον βοηθό σερίφη του Κάνσον Μπλαφς. Μπεκρούλιακας από τους λίγους, μα καθόλου φωνακλάς και ήσυχος σαν το αρνί, όταν καβαλούσε ο διάολος την Φλόρενς για καυγά, έτρεχε και κρυβόταν στο σιτοβολώνα του ΜακΓκουάιρ- καλό μούτρο και του λόγου του. Ο ΜακΓκουάιρ, ο Σκωτσέζος, έφτιαχνε ένα απόσταγμα, που ουίσκι δεν το λεγες, αλλά μάζευε όλους τους Βρετανούς της περιοχής, και συχνά πυκνά οι μεγαλύτεροι καυγάδες της πόλης ξεπηδούσαν απ εκεί, δίχως να το περιμένει κανείς.

Εκείνο το απόγευμα ο Φίλμορ έφυγε από το σπίτι έχοντας ένα καλό προαίσθημα, που έπρεπε βεβαίως να τον βάλει σε υποψίες διότι τα προαισθήματα του δεν ήταν ποτέ ιδιαίτερα αξιόπιστα. Το αντίθετο μάλλον. Ζήτησε μάλιστα από την Φλόρενς να του μαγειρέψει, για βραδινό, το αγαπημένο του ροστ μπιφ με γκρέιβι. Τέτοια ευδαιμονία. Πήρε το καπέλο γυάλισε το αστέρι, και την έκανε. Είκοσι λεπτά μετά η Φλόρενς βλοσυρή, φορώντας ένα καρό, ασπρόμαυρο φόρεμα που της έπεφτε, χρόνια τώρα, μικρό, με τις ραφές έτοιμες να σπάσουν, έριξε, με φούρια, ένα μαύρο σάλι στους ώμους, βούτηξε την ομπρέλα, και βγήκε σαν σίφουνας από το σπίτι.

Ο καιρός ήταν βαρύς. Γκρίζα σύννεφα είχαν τυλίξει το Κάνσον Μλάφς και η υγρασία περόνιαζε το κόκκαλο. Η Φλόρενς ένιωσε τα ακροδάκτυλά της να παγώνουν αλλά συνέχισε απτόητη. Καθώς ο Έρικ Μρόγιερς είχε, ξαφνικά, πεθάνει δυο βδομάδες τώρα, κι οι επιτροπές της πόλης δεν μπορούσαν να ορίσουν, λόγω ασυμφωνίας, νέο υπάλληλο για να αναλάβει το σημαντικό ρόλο του φωτισμού της πόλης, οι φανοστάτες, μέναν σβηστοί. Μες το μισοσκόταδο η Φλόρενς έφτασε στο πορνείο της Λιζαμπέττα Φώκνερ, μπούκαρε μέσα, και γύρεψε, ουρλιάζοντας, τον γιο της.

Σάστισε σαν είδε το πρόβατο του θεού, τον Φίλμορ να κάθεται αγκαλιασμένος με μια ξεδιάντροπη. Σ ένα παγκάκι.

Έσμιξε τα φρύδια, τι διάολο γύρευε ένα παγκάκι ανάμεσα στους ξεφτισμένους καναπέδες του πορνείου;

Πέμη Γκανά

Πέμη Γκανά (Συγγραφέας) – Βιογραφία