«Dogville – Λαρς Φον Τρίερ μέρος Α’»
από τη Βάλια Καραμάνου

Μία αριστουργηματική ταινία, η οποία βρίσκεται δικαίως στη λίστα,
τ
ου BBC Culture με τις 100 σημαντικότερες ταινίες του 21ου αιώνα.

 Ο  Λαρς φον Τρίερ (30 Απριλίου 1956, Δανός σκηνοθέτης και σεναριογράφος)  αποφασίζει το 2003 να αποδομήσει  για άλλη μια φορά με ανελέητο τρόπο το αμερικανικό όνειρο και  υπογράφει την σκηνοθεσία και το σενάριο της ταινίας Dogville, που  αποτελεί την πρώτη ταινία της τριλογίας USA – Land of Opportunities (ακόλουθες είναι η Manderlay (2005) και η Wasington (2007)).
Η ταινία υπήρξε συνυποψήφια για το σημαντικό βραβείο Χρυσού Φοίνικα το 2003, στο Φεστιβάλ των Καννών, με πρωταγωνιστές τους Νικόλ Κίντμαν, Πολ Μπέτανι, Λορίν Μπακόλ, Stellan Skarsgård, Τζέιμς Κάαν και άλλους. Ο Τρίερ μέσα από επιρροές από το επικό θέατρο του Μπρεχτ  και την τραγική ειρωνεία για άλλη μια φορά θα διχάσει, θα ταράξει με την καλλιτεχνική του κραυγή, απαλλαγμένη από τεχνητά εφέ και επιτηδεύματα (σύμφωνα με το δόγμα 95, του οποίου είναι ιδρυτής).

 

Η ιστορία παρουσιάζεται μέσα από την υποβλητική αφήγηση του Τζον Χερτ  και  εκτυλίσσεται σε ένα  μινιμαλιστικό σκηνικό, μάλλον θεατρικό, αποδίδοντας με αυτόν τον τρόπο την μικρή πόλη Dogville. Ενώ  δηλαδή υπάρχουν μερικοί τοίχοι και έπιπλα, το υπόλοιπο σκηνικό υπάρχει μόνο σαν λεπτές ζωγραφισμένες γραμμές/περιγράμματα με κιμωλία, τα οποία, επιπλέον, έχουν γραμμένο σαν ετικέτα πάνω τους, το αντικείμενο το οποίο αντιπροσωπεύουν. Για παράδειγμα  η επιγραφή «Gooseberry Bushes» απεικονίζει του θάμνους με φραγκοστάφυλα, όπως επίσης η λέξη «Dog» τον σκύλο, που ονομάζεται Μωυσής. Και δεν είναι διόλου τυχαία αυτή η επιλογή, καθώς ο Τρίερ επιθυμεί να καταδείξει την υποκρισία της μικρής πόλης που προσπαθεί να κρύψει τα χαμερπή ένστικτά της πίσω από το διαμπερές προσωπείο της ηθικής. Ας θυμηθούμε την σκηνή του πρώτου βιασμού της πρωταγωνίστριας  που λαμβάνει χώρα σε ένα σπίτι, ενώ παράλληλα στα υπόλοιπα οι κάτοικοι συνεχίζουν ανενόχλητοι την καθημερινή τους ρουτίνα σαν να μην συμβαίνει τίποτα.  Μια τέτοια τεχνική χρησιμοποιείται για πρώτη φορά στον κινηματογράφο, αλλά παράλληλα ο Τρίερ με την ανάλογη  μουσική και τους φωτισμούς καταφέρνει να κερδίσει τον θεατή και να τον καθηλώσει. Η υπόθεση παρουσιάζεται χωρισμένη σε εννιά ενότητες με υποτίτλους, που σταδιακά αντιστρέφουν την εικονική πραγματικότητα και την φωτίζουν με το πιο σκληρό φως του ρεαλισμού.

 Το Dogville λοιπόν  είναι μια μικρή κωμόπολη στα Βραχώδη όρη, όπου δεκαπέντε κάτοικοι κι ένας σκύλος ζουν ειρηνικά, χωρίς να τους λείπει τίποτα: οι όμορφοι κήποι, οι καλλιέργειες ζουμερών μήλων, τα βιβλία, αλλά και  η εκκλησία στην οποία μαζεύονται οι κάτοικοι προκειμένου να λάβουν σοβαρές αποφάσεις για το μέλλον της πόλης τους. Εκεί καταφτάνει η κατατρεγμένη Γκρέις (grace σημαίνει χάρη) και αναζητά καταφύγιο. Πρώτος ανταποκρίνεται ο ευαίσθητος, ιδεολόγος συγγραφέας Τόμας Έντισον, ο οποίος πείθει την μικρή πόλη να της δώσει  μια ευκαιρία προκειμένου να ενσωματωθεί στην κοινωνία τους. Για να γίνει αυτό βέβαια, η Γκρέις προσφέρει χρόνο και πρακτική βοήθεια σε κάθε σπίτι της μικρής πόλης με όποιο τρόπο μπορεί: κρατά συντροφιά στον τυφλό Jack McCay, προσέχει τα μικρά πέντε παιδιά του Chuck και της Vera, βοηθά στην συγκομιδή μήλων, εργάζεται στο μοναδικό μαγαζί της πόλης  και άλλα παρόμοια.

 Ο ιδεολόγος και συγγραφέας Τομ δεν αργεί να την ερωτευτεί και ονειρεύεται μαζί της ένα ειδυλλιακό κοινό μέλλον στην πόλη, αρκεί βέβαια να είναι απόλυτα αποδεκτοί ως ζευγάρι από την κοινή γνώμη. Οι κάτοικοι αν και αρχικά είναι καχύποπτοι απέναντί της (το στοιχείο της ξενοφοβίας είναι ένα από τα πολλά που  θέλει να καταδείξει ο Τρίερ) τελικά την αποδέχονται, καθώς η Γκρέις (Νικόλ Κίτμαν) αποδέχεται και ακολουθεί πιστά τους κανόνες τους. Η ίδια προερχόμενη από οικογένεια πλούσιων γκάνγκστερ προσπαθεί να ενσωματωθεί στην φαινομενική ηρεμία και θαλπωρή της απλής ζωής των κατοίκων, καθώς επιθυμεί να αποδείξει στον εαυτό της και κυρίως στον πατέρα της, που την έχει προσωρινά απορρίψει, πως οι άνθρωποι αξίζουν την συγχώρεση για τα λάθη τους, όσο σοβαρά κι αν είναι και πως κανείς δεν πρέπει  να αποδίδει «δικαιοσύνη» με την χρήση  βίας.

 «Το να προκαλέσεις θεωρώ ότι είναι το πιο εύκολο πράγμα στον κόσμο, δεν αποτελεί όμως τη βάση για να κάνεις σημαντική τέχνη και δεν αφορά τη δική μου δουλειά. Αν προκαλώ κάποιον, άλλωστε, αυτός είναι μόνο ο εαυτός μου. Κηρύττω διαρκώς τον πόλεμο σ’ εμένα τον ίδιο, στον τρόπο με τον οποίο μεγάλωσα, στις προσωπικές μου αξίες. Και επιτίθεμαι σθεναρά στη φιλοσοφία με την οποία με ανέθρεψαν.» – Λαρς φον Τρίερ

Από το σημείο αυτό και εξής αρχίζει η αποδόμηση της φαινομενικά ηθικής της αμερικανικής κοινωνίας, καθώς η γυναίκα – διαφορετική και φινετσάτη-  αναστατώνει τους κατοίκους, που αισθάνονται ανομολόγητους πόθους για εκείνη  και κατ’ επέκταση φθόνο, ιδιαίτερα από το γυναικείο φύλο. Ένα γαϊτανάκι εξελίξεων μετατρέπει την νεόφερτη γυναίκα σε αποδιοπομπαίο τράγο, που θα γνωρίσει την ανθρώπινη κτηνωδία, την διαπόμπευση, την κακομεταχείριση ακόμα και την σεξουαλική της εκμετάλλευση. Οι βιασμοί είναι πλέον αλλεπάλληλοι – ακόμα και από τον ηλικιωμένο πατέρα του Τομ- , ενώ η γυναίκα  πλέον φορά μια βαριά αλυσίδα στον λαιμό που καταλήγει σε ένα βαρίδι το οποίο είναι καταδικασμένη να σέρνει μέρα νύχτα, ακόμα και στο κρεβάτι της.  Το δράμα κορυφώνεται με τον θεατή να επιθυμεί ή να δικαιώνει ολοκληρωτικά  την τιμωρία των κατοίκων, παρότι η Γκρέις υπομένει καρτερικά κάθε είδους ταπείνωση, ακόμα και την παθητική στάση του αγαπημένου της Τομ απέναντι στον άδικο εξευτελισμό  που εκείνη υφίσταται.  Αυτός ο άντρας ωστόσο, θα την προδώσει τελικά  φανερώνοντας την παρουσία της  τον πατέρα της, χωρίς να έχει ιδέα ποιος ακριβώς είναι, πέρα από το γεγονός πως είναι γκάνγκστερ, αποβλέποντας βέβαια σε κάποια χρηματική  αμοιβή, σύμφωνα με την επικήρυξή της.

Έτσι λοιπόν ο μαφιόζος   εμφανίζεται μαζί με την συμμορία του στην μικρή πόλη  για να αποδώσουν την δική τους «δικαιοσύνη», ελευθερώνοντας την Γκρέις. Είναι η στιγμή που η δυστυχισμένη γυναίκα, μέσα από εσωτερική πάλη, θα αναγνωρίσει  για πρώτη φορά πως οι άνθρωποι δεν αξίζουν συγχώρεσης και πως ο «κόσμος θα ήταν καλύτερος χωρίς το Dogville». Εκφράζει μάλιστα μια παράκληση στους εκτελεστές: να σκοτωθούν πρώτα τα παιδιά της Vera μπροστά στα μάτια της και ύστερα η μητέρα,  ως αντίποινα στις εφτά κούκλες (παιδιά της) που έσπασε η Vera, όταν πληροφορήθηκε έξαλλη πως ο άντρας της έκανε σεξ με την Γκρέις (στην πραγματικότητα βέβαια ήταν βιασμός). Το μακελειό αρχίζει και η Γκρέις με τον πατέρα της, αν και η ίδια πλέον είναι ο αρχηγός της συμμορίας, παρακολουθούν μέσα από τα τζάμια της λιμουζίνας την εξολόθρευση της πόλης.

 

Με αρκετή ωμότητα ο Τρίερ δεν χαρίζεται σε κανέναν, καθώς οι κάτοικοι εκτελούνται ομαδικά, χωρίς να εξαιρεθούν ούτε τα μικρά παιδιά, ενώ τα σπίτια καίγονται ολοσχερώς. Τελευταίοι μένουν ζωντανοί ο αγαπημένος  της Γκέις, ο Τόμας, και ο σκύλος, έπειτα από δική της παράκληση. Η ίδια η γυναίκα λοιπόν αναλαμβάνει να εκτελέσει τον άντρα μόνη της πυροβολώντας τον στο κεφάλι με τα λόγια: «Goodbye Tom!». Χαρίζει ωστόσο την ζωή στον σκύλο, που δωρίζει το όνομά του στην μικρή πόλη.  Ο Μωυσής ήταν το μόνο πλάσμα που είχε λόγο να αντιπαθεί την Γκρέις, καθώς η γυναίκα από την πείνα της του είχε  κλέψει την πρώτη μέρα το κόκκαλό του.

 

Ας δούμε όμως λίγο πιο αναλυτικά κάποιους συμβολισμούς της ταινίας:

  1. Τα ονόματα των πρωταγωνιστών: Grace, όπως προαναφέρθηκε, σημαίνει χάρη άρα συγχώρεση/καλοσύνη. Από την άλλη ειρωνικά ο Τομ Έντισον φέρει μεν στοιχεία πνευματικότητας, αλλά παραμένει σφετεριστής ξένων ιδεών.
  2. Τα μήλα, όπως τα φραγκοστάφυλα: όσο όμορφα και ζουμερά δείχνουν κρύβουν στο εσωτερικό τους την σαπίλα. Ο βιασμός της Γκρέις από τον μοναχικό φορτηγατζή γίνεται μέσα στην καρότσα με τα μήλα, αλλά και η ίδια η πρωταγωνίστρια είναι ένα λαχταριστό μήλο που θα το δαγκώσουν πολλοί και θα το κατασπαράξουν λαίμαργα.
  3. Οι εφτά πορσελάνινες κούκλες, που αγοράζει σταδιακά με τον πενιχρό μισθό της η Γκρέις. Πρόκειται για τον σύνδεσμό της με την πόλη, τα «παιδιά» της που τόσο άκαρδα η Vera θα τα τσακίσει ένα ένα μπροστά της βλέποντας με σαδιστική χαρά τα δάκρυα της Γκρέις τιμωρώντας την έτσι για τον βιασμό που  έπραξε ο σύζυγός της (η κυριαρχία του παραλόγου). Αυτή η πράξη θα βρει την πιο σκληρή ανταπόδοση στο τελευταίο κεφάλαιο το έργου.
  4. Ο σκύλος, ή μάλλον καλύτερα το λουρί του. Αυτό συμβολίζει την ολοκληρωτική και απόλυτη βαναυσότητα των κατοίκων της σάπιας κωμόπολης, καθώς καρφώνουν το σιδερένιο περιλαίμιο γύρω από τον τρυφερό λαιμό της Γκρέις και η ίδια σέρνει την αλυσίδα με το ασήκωτο βαρίδι της σκλαβιάς της όλο το εικοσιτετράωρο, υπομένοντας παράλληλα βιασμούς, κακομεταχειρίσεις και ό,τι άλλο διεστραμμένο διαθέτει η ανθρώπινη φύση. Εκείνη ωστόσο ακόμα δεν παύει να συγχωρεί και να δικαιολογεί τους πάντες και κυρίως τον Τομ, που ισχυρίζεται πως την αγαπά και θέλει την ελευθερία της.
  5. Το παιχνίδι ανάμεσα στο φως και στο σκοτάδι, η αντιφατική εναλλαγή που καλύπτει την σαπίλα και κατόπιν την αποκαλύπτει. Μάλιστα, την τελευταία βραδιά που η Γκρέις αλυσοδεμένη μιλά στους κατοίκους μέσα στην εκκλησία κάνοντας έκκληση στην συμπόνοιά τους, έξω χιονίζει και μια στρώση χιονιού σκεπάζει τα πάντα. Αυτό κάνει την γυναίκα να υπομένει το μαρτύριό της στωικά σέρνοντας το βαρίδι στο χιόνι με αποτέλεσμα να δημιουργείται ένα μονοπάτι. Ακόμα και όταν ο πατέρας της την ελευθερώνει και της προτείνει να αποφασίσει για την τύχη των κατοίκων της πόλης, εκείνη τους βλέπει μέσα στο σκοτάδι καλύτερους από ό,τι είναι. Όταν όμως ανατέλλει η σελήνη με το ψυχρό της φως αποκαλύπτει περίτρανα πόσο διεστραμμένοι και ένοχοι είναι και οι δεκαπέντε άνθρωποι, συνένοχοι σε κάθε απαράδεκτο μαρτύριο στο οποίο την υπέβαλλαν κατ’ εξακολούθηση.
  6. Ο χτύπος της καμπάνας: στην πρώτη συνάθροιση των κατοίκων στην εκκλησία, οι δεκαπέντε χτύποι (ένας για κάθε κάτοικο) ήταν η συναίνεσή τους προς την Γκρέις. Κατόπιν οι χτύποι μετρούν τους αμέτρητους βιασμούς της Γκρέις από τους άντρες της πόλης, και – τι ειρωνικό και φρικτό!- την καμπάνα χτυπούν τα «αθώα» παιδιά.
  7. Συχνά γίνεται λόγος για τον «ιδεολόγο» Τομ ή για την «υπεροψία». Η ιδεολογία του Τομ είναι επίπλαστη και αποτελεί μάσκα της δειλίας του. Διαθέτει όμως και υπεροψία, όπως και η Γκρέις και ο πατέρας της. Η γυναίκα, επειδή τείνει να δικαιολογεί και τις πιο φριχτές πράξεις, ο πατέρας της γιατί είναι αδίστακτος γκάνγκστερ και ο Τομ γιατί φορά την μάσκα της «αθωότητας», ενώ αυτός ασκεί την χειρότερη προδοσία ενοχοποιώντας διαρκώς την «αγαπημένη» του για όσα βασανιστήρια υπομένει. Ακόμα και όταν η Γκρέις τον σημαδεύει με το όπλο, εκείνος ρωτά αν μπορεί να χρησιμοποιήσει την σφαγή της πόλης ως μυθοπλασία στο νέο του μυθιστόρημά. Η απάντηση που παίρνει είναι μια σφαίρα από τα δικά της χέρια, μια και – όπως η ίδια ισχυρίζεται κατόπιν- «κάποιες δουλειές πρέπει να τις κάνεις μόνος σου».
  8. Η υπεροψία φέρνει την κάθαρση, κατά το πρότυπο της αρχαίας τραγωδίας. Έτσι κι εδώ. Το Dogville καθαίρεται από τον αρχηγό της συμμορίας- τι ειρωνικό!- που καλείται να αποδώσει τιμωρία στα πιο αποτρόπαια εγκλήματα μιας «φιλήσυχης» και «γαλήνιας» πόλης.

Υπάρχουν τελικά αθώοι;  Ο Τρίερ ισχυρίζεται με τον πιο κατηγορηματικό τρόπο πως όχι, κανείς δεν είναι αθώος, όποιο προσωπείο «ηθικής» και να φορά. Ούτε ο μοναχικός τυφλός γέρος, ούτε ο ιδεολόγος συγγραφέας, ούτε η μητέρα, ούτε καν τα μικρά παιδιά. Όλοι εν δυνάμει μπορούν να γίνουν δολοφόνοι, βιαστές, σαδιστές, τελείως σατανικοί απέναντι στο διαφορετικό και φαινομενικά αδύναμο. Όλοι εκτός από έναν απλό σκύλο, το μοναδικό πλάσμα που είχε ατράνταχτο λόγο να αντιπαθήσει μια Γκρέις: του είχε πάρει την μοναδική του περιουσία, το κόκαλό του. Γι’ αυτό και επέζησε και αυτό ήταν ένα θαύμα. Μια  ακόμα χάρη (Grace).

Βάλια Καραμάνου (Συγγραφέας)

Dogville

Σκηνοθεσία – Σενάριο: Λαρς φον Τρίερ
Ηθοποιοί: Νικόλ Κίντμαν, Λόρεν Μπακάλ, Κλοέ Σεβινί,
Παυλ Μπέτανι, Στέλλαν Σκάρσγκαρντ, Ούντο Κίερ,
Μπεν Γκατζάρα, Τζέιμς Κάαν, Πατρίσια Κλάρκσον

Χώρα Παραγωγής: Δανία, Γερμανία, Γαλλία, Σουηδία, Ιταλία,
Ολλανδία, Ηνωμένο Βασίλειο, Φιλανδία, Νορβηγία
Έτος Παραγωγής: 2003
Διάρκεια: 178 λεπτά


Imdb της ταινίας Dogville

Photo gallery imdb της ταινίας Dogville



Βάλια Καραμάνου (Συγγραφέας) – Βιογραφία