Tο τρανζιστοράκι – Παναγιώτης Σπανός

Τα Σαββατόβραδα και οι Κυριακές τον τυραννούσαν από μικρό παιδί: εφτά χρονών, οχτώ… πες στα δέκα και πολύ πιο μετά. Από τους δαίμονες δεν τον έσωζε ούτε το τρανζιστοράκι που τού είχε αγοράσει η μάνα του, κρυφά από τον πατέρα, για ν’ ακούει κάθε μεσημέρι Κυριακής τον Παναθηναϊκό, χάσει κερδίσει, και τις υπόλοιπες μέρες τραγούδια, κυρίως τα «τραγούδια της παρέας» από το κρατικό ραδιόφωνο, τα μεσημέρια μετά το σχολείο.

«Μα φτάνει Ανεστάκο μου. Θα πάθει τ’ αυτί σου, όλη την ώρα με το ραδιοφωνάκι κολλημένο πάνω του. Έλα να φάμε» έλεγε και ξανάλεγε η κυρία Μελπομένη, που πάντα τις Κυριακές μαστόρευε τα καλύτερα φαγητά της, πότε κοκκινιστό με μπόλικη ξυλοκανέλα -«για να σπάει την κρεατίλα»- και στα μεγάλα τραπεζώματα ψητό στον φούρνο με κάμποσο σκόρδο φωλιασμένο στο κρέας και μεζεδάκια που ξεπερνούσαν και την πιο τολμηρή φαντασία του Τσελεμεντέ. Για το κρασί φρόντιζε πάντα ο μπαμπάς Αριστείδης, κι αν δεν έφτανε δίπλα ήταν το καρβουνιάρικο. Κι όμως εκείνα τα χρόνια υπήρχαν ακόμα καρβουνιάρικα και μονοπώλια για το πετρέλαιο της σόμπας.

Η μάνα, η κυρία Μελπομένη, έκανε θραύση και με τα γλυκά της, κυρίως τα σοροπιαστά. Ένα στρογγυλό ταψί μπακλαβά για το σπίτι κι άλλο ένα για τη γειτονιά που μόλις μύριζε τα βούτυρα τής έπεφταν τα σάλια, κι άρχιζε τα σχόλια και τις τάχα ανεπιτήδευτες επισκέψεις -εκείνα τα χρόνια οι πόρτες των σπιτιών ήταν ακόμα ανοιχτές. Έτσι, η μάνα, η κυρία Μελπομένη μοίραζε αγόγγυστα τον θεϊκό μπακλαβά της, καθώς χατίρι δεν χαλούσε σε κανέναν… «Να συγχωράνε τ’ αποθαμένα μας, Αριστείδη μου», απαντούσε στις βαριεστημένες διαμαρτυρίες του αντρός της.

Απ’ όλα αυτά τα ωραία και γι’ άλλους αυτονόητα όμως τίποτε δεν συγκινούσε τον μικρό Ανέστη εκείνα τα χρόνια που συνέχισε να μαθαίνει μουσική και ποδόσφαιρο με το ραδιοφωνάκι στ’ αυτί και τη σιωπηλή ανοχή του πατέρα που μισούσε και το ποδόσφαιρο και τη μουσική.

Πρώτη πίκρα ένα γκολ του Κουσουλάκη στη Λεωφόρο κι επειδή δεν το πίστευε, περίμενε την «Αθλητική Κυριακή» το βράδυ μήπως κάτι τού ξέφυγε στη μετάδοση κι έχει αλλάξει το αποτέλεσμα. Μάταιη αναμονή. 0-1 οι «αλλόθρησκοι», κι ας είχε χάσει δέκα ευκαιρίες ο Παναθηναϊκός, κι ας ούρλιαζε ο εκφωνητής… Η ψυχή του μικρού Ανέστη ήταν για πάντα στο Γουέμπλει -που τι στον διάολο! θα έκανε το θαύμα του-, στον Πούσκας, στον Δομάζο και στον Κρόιφ.

Για χρόνια τα  Σαββατόβραδα έμειναν χαίνουσες πληγές μέσα του, βαθιά στην ψυχή του. Αργότερα στην εφηβεία και στα φοιτητικά χρόνια οι άδειες αγκαλιές ήταν οι σπονδές του μικρού Ανέστη στα πιο βαθιά «γιατί» και «πώς» της ανθρώπινης ύπαρξης. Η φαντασία είχε πλάσει έναν κόσμο αλλιώτικο, πιο όμορφο και πιο ερωτικό. Όμως καμιά καρδιά κλειστή δεν ανοίγει αν δεν θέλει αυτή, κανένα όνειρο δεν βγαίνει αληθινό χωρίς ν’ αφήνει χαρακιές…

Οι Κυριακάδες του μικρού Ανέστη δεν ήταν καλύτερες από τα Σαββατόβραδά του -της «Κυριακής τα όνειρα ζουν ως το μεσημέρι» τραγούδησε πολλά χρόνια αργότερα ένας αγαπημένος του Κύπριος καλλιτέχνης, εκφράζοντας με τον καλύτερο τρόπο τα αδιέξοδα μιας ολόκληρης γενιάς που είδε τη ζωή της μακιγιαρισμένη μαγκωμένη στην κρεατομηχανή της καθημερινότητας.

Το Κυριακάτικο τραπέζι, αργά ή γρήγορα, γινόταν ένα βουνό στον μαρμάρινο νεροχύτη. Μετά τα μεσημεριανά ρεψίματα υποχρεωτικά ύπνος και το απόγευμα διάβασμα για τη Δευτέρα, για τους μικρότερους. Ποιο διάβασμα τώρα, το μυαλό ήταν στο ντέρμπι και στην «Αθλητική Κυριακή».  Ένα τραγούδι ήθελε ο μικρός Ανέστης. Ένα τραγούδι να περιγράφει τα Σαββατόβραδα και τις Κυριακές του, τα όνειρά του, κι αργότερα τις θύμησες. Άργησε να το βρει…

Πάντως η μουσική κι οι τελευταίες αλάνες της Αθήνας, οι μεγάλοι μάστορες της μουσικής και του στίχου αλλά και οι γητευτές της μπάλας να ‘ναι πάντα καλά που γέμιζαν τα πελώρια -σχεδόν υπαρξιακά- κενά του Σαββατοκύριακου!

Ο μικρός Ανέστης μεγάλωσε αλλά δεν εγκατέλειψε ποτέ ό,τι τον καθόρισε στα μικράτα του: το τρανζιστοράκι και τον Παναθηναϊκό. Το χαρτζιλίκι του το έκανε πικ-απ και δίσκους αλλά και εξωσχολικά βιβλία για να μπει στο Πολυτεχνείο. «Σήκωσε βρε Ανεστάκο μου λίγο τα μάτια σου από τα βιβλία. Να, πιες μια πορτοκαλάδα να ξανασάνεις. Φάε ένα κομμάτι πίτα να στυλωθείς κομμάτι. Βάλε, έστω, λίγη μουσική  από αυτή που με τρελαίνει να ξεφύγεις λίγο από αυτές τις ταλαντώσεις» -δεν μπορεί κάποιο βιβλίο Φυσικής θα είχε ανοίξει η κυρία Μελπομένη, και της έμεινε ο όρος ταλαντώσεις.

Τα χρόνια κύλησαν για τα καλά, άλλοτε γρήγορα κι άλλοτε βασανιστικά αργά. Ο μικρός Ανέστης μεγάλωσε, πέρασε στο Πολυτεχνείο όπως ήθελε και τα «τραγούδια της παρέας» τού ήταν πια μια γλυκόπικρη ανάμνηση. Η δεκαετία του ’90 είχε έρθει ορμητική να ισοπεδώσει μέσα σε δύο τρία χρόνια κάθε τι που έμοιαζε αυτονόητο όπως τα οικογενειακά τραπέζια.

Ήταν ακριβώς η εποχή που ο Ανέστης έκανε την πρώτη του μικρή επανάσταση ως φοιτητής, φορώντας ένα διακριτικό σκουλαρίκι  στο αυτί του και κάνοντας τον πατέρα του να τον κοιτάζει με εμφανή καχυποψία.

«Κάποιοι γέλασαν. Ο πατέρας μου θύμωσε μαζί μου κι ας μην μου το είπε ποτέ ανοιχτά. Δεν πειράζει…» σκέφτηκε ο Ανέστης και μ’ ένα συγκαταβατικό χαμόγελο να  ζωγραφίζει το πρόσωπό του γύρισε πλευρό να κοιμηθεί, έχοντας πάντα το τρανζιστοράκι στο αυτί του. Μέχρι το αλκοόλ κι οι ουσίες να του βγουν αφροί από το στόμα….